Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Αποχαιρετισμός σε ένα μοναχικό καβαλάρη – τον Χρήστο Κυριαζή

FLASH στις 15/11/2021

Ακροβατούσε ανάμεσα στο φάλτσο και το σωστό, αλλά ίσως αυτό ήταν το σημείο που έδινε το “χρώμα” στα τραγούδια του…

Δημήτρης Καπράνος* |> Πολλά γράφτηκαν για τον Χρήστο Κυριαζή. Σχεδόν όλες οι αναφορές στον αξέχαστο φίλο, άρχιζαν με το “Πέθανε ο τραγουδιστής Χρήστος Κυριαζής”…

Το μόνο, δηλαδή, που… δεν ήταν ο Χρήστος. Ο Κυριαζής ήταν ένας περίεργος μοναχικός καβαλάρης, ένας θρησκευόμενος ρομαντικός, ένας άνθρωπος που ακροβατούσε ανάμεσα στην κοσμικότητα και τον μοναχισμό, αλλά όχι τραγουδιστής. Έφτιαχνε τραγούδια, αλλά τραγουδιστή δεν θα τον έλεγες…

Τα τελευταία χρόνια, τον συναντούσα στο πατάρι της καφετέριας “Μόντε Κάρλο”, στην πλατεία Αλεξάνδρας. Εκεί, με καφέ, τσιγάρα, τη θέα του Σαρωνικού και χαρτιά και μολύβια μπροστά του. Για να είναι έτοιμος να γράψει κάτι. Έναν στίχο, κάποια λόγια, ένα τραγούδι…

Τον θυμάμαι, μικροί κι οι δυο, εκείνος κάνα-δυό χρόνια μικρότερος, να έρχεται στις πρόβες που κάναμε με τους φίλους μου, σε ένα υπόγειο της οδού Ομηρίδου, στον Πειραιά.

Καθόταν και παρατηρούσε και δεν μίλαγε. Σε ελάχιστο χρόνο, είχε φτιάξει την δική του μπάντα. Και σε λίγο καιρό, είχε περάσει στις “Πρόκες”, ένα πραγματικά προχωρημένο για την εποχή εκείνη ποπ-ροκ γκρουπ. Μαζί του και ο εξαιρετικός και φίλτατος, βιρτουόζος σήμερα κιθαρίστας Χρήστος Περτσινίδης.

Προσωπικά δεν με εξέπληξε η πρόοδος του “μικρού”. Το είχα προσέξει στο ύφος και την δίψα που είχε για τη μουσική…

Αργότερα, ο Χρήστος έφυγε για σπουδές στην Ιταλία. Εκεί, αισθάνθηκε την αγάπη για το έπιπλο, καθώς τα αδέλφια του ήσαν επιπλοποιοί στον Πειραιά. Αλλά αγάπησε το έπιπλο ως… μουσικός, δηλαδή με έναν τρόπο κοντά στην “καλλιτεχνία”. Και σπούδασε σχέδιο και γύρισε πίσω και σε λίγο τα έπιπλα “Κυριαζής” είχαν γίνει “must”!

Έλα, όμως, που το καλύτερο “έπιπλο” παρέμενε η “τελεκάστερ” κιθάρα του. Και, με την άνεση που του εξασφάλιζε η νέα του ενασχόληση, γέμισε το σπίτι του κιθάρες και νότες…

Είχε εν τω μεταξύ “δώσει” τραγούδια σε καλλιτέχνες γνωστούς, που τα έκαναν επιτυχίες, με πιο μεγάλη το “Βράδυ Σαββάτου”, που τραγούδησε ο Παπακωνσταντίνου.

Δεξιά ο Χρ. Κυριαζής, με τον Χρ. Περτσινίδη (αριστερά), τότε με τις “Πρόκες”…

Το 1981, τον συνάντησα στην Κέρκυρα, στους “Αγώνες” του Μάνου Χατζιδάκι. Έλαβε μέρος με το τραγούδι “Κυριακή απόγευμα”, που ερμήνευσε ο Βασίλης Λέκκας. Μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά και ξαναχαθήκαμε.

Το τραγούδι, πάντως, ήταν πολύ καλό και το είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις…

Μετά, αποφάσισε να τραγουδήσει ο ίδιος. “Καλά τραγούδια γράφεις, ρε φίλε, αλλά από φωνή είσαι στη χαραμάδα, ανάμεσα στα άσπρα και τα μαύρα του πιάνου”, του είχε πει ο Ζαμπέτας.

Τα τραγούδια του έγιναν, σχεδόν όλα, επιτυχίες! Το “Έλα μωράκι μου” έγινε ύμνος στην τότε νεολαία, όπως και “Τα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια”.

Ακροβατούσε ανάμεσα στο φάλτσο και το σωστό, αλλά ίσως αυτό ήταν το σημείο που έδινε το “χρώμα” στα τραγούδια του. Και κάποια στιγμή “χτύπησε φλέβα” με το “Μου θυμίζεις τη μάνα μου”! Ποιός άντρας δεν θα ένιωθε “δικό του” αυτό το τραγούδι!

Ο Χρήστος δεν αγάπησε ποτέ τα “μπουζούκια”, δηλαδή τις μεγάλες πίστες, τα κέντρα διασκέδασης.

Κέρδισε κάποια χρήματα από τις εμφανίσεις του, καθάρισε κάποια χρέη που είχαν δημιουργήσει τα “επιπλάδικα” που είχε ανοίξει και άρχισε ένα παιγνίδι “χάνομαι γιατί ρεμβάζω”. Χανόταν από τον χώρο και ξαφνικά εμφανιζόταν.

Κάποιο καιρό, που μέναμε στην Πειραϊκή, απέναντι από τον “Αχινό”, ένα υπέροχο στέκι στην πλαζ “Τερψιχόρη”, τον έβλεπα τακτικά. Ερχόταν πίναμε κάνα ποτό και έπιανε την κιθάρα. Τραγουδούσε για τον εαυτό του και τους φίλους του…

Τα τραγούδια του, όμως, “πούλαγαν” συνεχώς. Κέρδιζε κάποια χρήματα από τα “δικαιώματα”. Πάντως, δεν έλεγε “ναι” στις πολλές προτάσεις που είχε για να εμφανίζεται σε κέντρα.

Κάνα-δυό φορές μου τηλεφώνησε, για να με ενημερώσει ότι θα τραγουδούσε σε κάποιες “μουσικές σκηνές”. Γινόταν χαμός σε κάθε εμφάνισή του. Άρεσε το στυλ του. Με κοστούμι, γραβάτα και αθλητικό παπούτσι, έβγαινε με την κιθάρα του και η νεολαία παραληρούσε!

Τον απολάμβανα, καθώς έκλεινε τα μάτια κι έλεγε τα τραγούδια του. Κι ύστερα, χανόταν πάλι…

Πριν λίγο καιρό συναντηθήκαμε στο πατάρι του “Μόντε Κάρλο”. Και την συζήτηση που κάναμε την έφτιαξα συνέντευξη για την εφημερίδα. Μου τηλεφώνησε. “Σ’ ευχαριστώ, φίλε, όμορφα ήτανε”, μου είπε. “Όμορφα τα είπες εσύ, ρε μάγκα” του λέω και δώσαμε ραντεβού “για την ερχόμενη εβδομάδα“…

Του τηλεφώνησα για να του πω ότι “κάτι έτυχε και θα τα πούμε άλλη φορά”, πήγα ένα άλλο πρωί αλλά δεν είχε κατέβει εκείνος, ήρθανε και τα λοκ- ντάουν και πριν λίγες μέρες, έρχεται ο Ηλίας ο Ασβεστόπουλος (2002GR) στο στέκι μας , στο “Μαρντί” για καφέ. Και λέμε διάφορα και τον ρωτάω “Τί γίνεται ρε ο Χρήστος; Κανόνισε να τα πούμε” και ο Ηλίας μου σκάει το νέο: “Δεν είναι καλά ο Χρήστος, καθόλου καλά” και συμφωνούμε να μιλήσουμε μαζί του και “να πάμε να τον δούμε”…

Σε δυο μέρες έμαθα από τη Χαριτίνη Ξύδη τον θάνατό του. Ήταν κάτι που δεν φανταζόμουν. Αλλά έτσι ήταν ο Χρήστος. Σε ξάφνιαζε πάντα…

(*) Από την εφημερίδα “Κυριακάτικη Δημοκρατία”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: