Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

“Στρουφουλιδωτά”… σε ένα τόμο, το Ζακυνθινό Θέατρο!

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ στις 23/01/2020

Εκδόθηκε από τον “Περίπλου” η εργασία της Πηνελόπης Αβούρη για τον Επτανησιακό πολιτισμό

|> Δύο μελέτες για το Ζακυνθινό Θέατρο, φιλοξενούνται σε ένα τόμο των εκδόσεων “Περίπλους”, που έγραψε η Πηνελόπη Αβούρη* και τιτλοφορείται “Στρουφουλιδωτά”. Το έναυσμα για την έκδοση των μελετών δόθηκε από την ευρεία συζήτηση που διεξάγεται στα Επτάνησα τα τελευταία χρόνια, για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι ιδιαιτερότητες του Επτανησιακού πολιτισμού, στο χωνευτήρι της πολιτισμικής ομοιομορφίας που προάγεται από τους διανοούμενους της ελληνικής πρωτεύουσας από τις πρώτες κιόλας μέρες της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα και μέχρι σήμερα.

Η πρώτη μελέτη «Έργα και ημέραι  του Ζακύνθιου θιασάρχη νευροσπάστων Ανδρέα Πόγκη –Στραβού: Συμβολή στη μελέτη του Ελληνικού Κουκλοθεάτρου» επιχειρεί, μέσα από τα ελάχιστα σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, να στοιχειοθετήσει την εισαγωγή του θεάτρου κούκλας στην Ελλάδα από την ιταλική χερσόνησο με ενδιάμεσο σταθμό την Ζάκυνθο, και να παρακολουθήσει την μποέμικη ζωή και τις εμφανίσεις στις θεατρικές «πιάτσες» της Αθήνας, της Ερμούπολης και της Πάτρας, του πρώτου θιασάρχη ανδρεικέλων Ανδρέα Πόγκη Στραβού.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Η δεύτερη και η τρίτη μελέτη αποτελούν μια προσπάθεια προσέγγισης της πολιτισμικής ατμόσφαιρας στη Ζάκυνθο του 17ου αιώνα, που γέννησε τον ορθόδοξο κύκλο θεατρόφιλων λογίων  της αδελφότητας του Άγιου Αντώνιου του Ανδρίτση, στον οποίο συμμετείχαν ο Σαβόγιας Ρουσμέλης, ο Τζανέτος Αβούρης και  ο Θεόδωρος Μοντσελέζε και οδήγησε στην συγγραφή πρωτότυπων θεατρικών έργων και την παραγωγή θεατρικών παραστάσεων.

Ως εκ τούτου, η δεύτερη μελέτη «Ο Νανιανός κώδικας και οι θεατρικές παραστάσεις  στη Ζάκυνθο τον 17ο αιώνα», συζητά τα έργα που «ετοιμάστηκαν για παράσταση» από τον Τζανέτο Αβούρη, παραστάθηκαν στη Ζάκυνθο τον ύστερο 17ου αιώνα και περιέχονται στον κώδικα Marcianus Graecus XI. 19. Ο «αντιγραφέας» των έργων που περιέχονται στο Νανιανό κώδικα Τζανέτος Αβούρης, οικειοποιείται τις ιστορίες που δανείστηκαν οι κρητικοί ποιητές από την Δύση, επεμβαίνει σ’ αυτές και τις διαφοροποιεί έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες  των ζακυνθινών θεατών του καιρού του.

Το έναυσμα για την έκδοση των μελετών που περιέχονται στον παρόντα τόμο, δόθηκε από την ευρεία συζήτηση που διεξάγεται στα Επτάνησα τα τελευταία χρόνια, για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι ιδιαιτερότητες του Επτανησιακού πολιτισμού, στο χωνευτήρι της πολιτισμικής ομοιομορφίας που προάγεται από τους διανοούμενους της ελληνικής πρωτεύουσας από τις πρώτες κιόλας μέρες της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα και μέχρι σήμερα.

Όπως το θέτει ο Ζακυνθινός ιστορικός Δημήτρης Αρβανιτάκης, κατά την διάρκεια της ενετικής περιόδου οι κάτοικοι των νησιών του Ιονίου ένοιωθαν ότι αποτελούσαν σε υλικό, πνευματικό και συγκινησιακό επίπεδο «μέρος ενός διαλόγου, έστω ενός καταπιεστικού και άνισου διαλόγου, ο άλλος πόλος του οποίου βρισκόταν στη Δύση: ήταν η βενετική εξουσία, με το κοσμοείδωλο, το λεξιλόγιο του τυπικού της, τους κώδικες της πολιτικοθρησκευτικής της εξουσίας».

Η εκούσια ή ακούσια συμμετοχή τους στον «βενετικό μύθο» καθόρισε την λαϊκή και λόγια πολιτισμική έκφραση των κατοίκων του Ιονίου, κι αυτό γιατί, οι μύθοι είναι οι αφηγήσεις των αξιών που διαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη μιας ομάδας ανθρώπων και προσφέρουν νόημα στην κουλτούρα τους δικαιολογώντας την κοινωνική και πολιτιστική συμπεριφορά μιας κοινότητας απέναντι στα μέλη της, άλλα και απέναντι στους «Άλλους».

Στο διάλογο της Γαληνότατης δημοκρατίας της Βενετίας με τους τσιταντίνους, τους ποπολάρους και τους χωρικούς των Επτανήσων, με στόχο την επιβολή της πολιτικής της μητρόπολης, χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων το «θέαμα» με την έννοια που δίνει στον όρο ο Γκυ Ντεμπόρν, ο οποίος γράφει ότι «δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες». Με άλλα λόγια, η φαντασιακή θέσμιση της επτανησιακής κοινωνίας εγκαθιδρύθηκε με τη θεατρική αναπαράσταση τού κοινωνικού γίγνεσθαι κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών και των κάθε είδους πομπών και «επιδείξεων», όπως για παράδειγμα η λιτανεία του Αγίου Διονυσίου και τα «εισόδια» του εκάστοτε πρεβεδούρου (προβλεπτή),και η κοινωνική εκτόνωση των κατοίκων των νησιών καθοδηγήθηκε μέσα από τους συμβολισμούς της καρναβαλικής θεατρικής δράσης, αυτό το ρόλο έπαιξαν λόγου χάρη οι ανατρεπτικές ζακυνθινές Ομιλίες, από τη λαϊκής προέλευσης Ομιλία «Κρίνος και  Ανθία» ως τον λόγιο «Χάση» του Δημητρίου Γουζέλη.

Η καθημερινή πραγματικότητα των Επτανησίων, θρεμμένη από τους μύθους της συμμετοχής στην αυτοκρατορία, εξελίχθηκε στην «ιδιότροπη τοπικότητα» των απόψεων για την αισθητική (που εκφράστηκαν στη δυτικότροπη ζωγραφική του Δοξαρά του Κουτούζη, του Καντούνη), των κοινωνικών προτύπων (όπως λόγου χάρη η ύπαρξη οργανωμένων αδελφοτήτων που εδράζουν στις εκκλησίες και όχι μόνο συντεχνιών), της «ιδεολογίας», και, τελικά, της διαμόρφωσης μέσα από το καθημερινό «αλισβερίσι» με τη δύση της διαφορετικής προσλαμβάνουσας των Επτανησίων, που είχε ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση των διανοούμενων από τους νεοέλληνες  ομολόγους τους, διότι  «η νεοελληνική κοινωνία και η διανόησή της, στον δέκατο ένατο και σχεδόν και στον εικοστό αιώνα, δεν ενδιαφέρθηκε να την κατανοήσει: την εξέλαβε είτε ως μία «συμπαθητική ιδιοτυπία», είτε ως μία «γραφική πινελιά», είτε ως έναν «επτανησιακό τοπικισμό».

Οι λαοί που συμμετέχουν στις αυτοκρατορίες, συχνά αναπτύσσουν, σύμφωνα με τον Homi Bhabha, μορφές «δανεισμού», για να πουν τις δικές τους ξεχωριστές αφηγήσεις που αναστατώνουν και ίσως «υπονομεύουν» την πολιτιστική εξουσία των αποικιοκρατών. Τα τρία κείμενα του παρόντος τόμου, διαχειρίζονται τρεις διαφορετικές θεματικές με βασικό  κοινό χαρακτηριστικό τον καινοτόμο χειρισμό της, μεσολαβημένης από την ιταλική τους παιδεία, δυτικής κουλτούρας από  τους ζακυνθινούς δημιουργούς και διερευνούν τρεις διαφορετικές πλευρές της Ζακυνθινής  θεατρικής παραγωγής στο πέρασμα των αιώνων: τη συγγραφή θεατρικών έργων, το παραστασιακό γεγονός και την εισαγωγή του θεάτρου κούκλας στα Επτάνησα πρώτα και την Ελλάδα λίγο αργότερα.

(*Η Πηνελόπη Αβούρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964 και σήμερα ζει στη Ζάκυνθο και διευθύνει το Κέντρο Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΠΕ). Σπούδασε παιδαγωγικά στην Π.Α. Μυτιλήνης και το ΕΚΠΑ και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στο Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών καθώς επίσης και μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στη Δραματική Τέχνη και Παραστατικές Τέχνες στην Εκπαίδευση και τη Δια Βίου Μάθηση από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: