Πώς μια θερινή βροχούλα σε πάει πίσω, σε περασμένα και ανέμελα καλοκαίρια…
Καλοκαιρινή βροχή…
Και ξαφνικά, ο καύσωνας δίνει τη θέση του σ’ ένα ουρανό μολυβένιο, που πάει για το μαύρο. Ντυμένος καλοκαιρινά, δεν προλαβαίνω να περάσω στο κάδρο του χειμώνα. Μένω έξω από την κορνίζα και με προλαβαίνουν τα κακά κορίτσια, οι ατίθασες σταγόνες. Μεγάλες, γεμάτες, υπολογίσιμες, πέφτουν πάνω μου με δύναμη! Τις καλοδέχομαι, δεν προσπαθώ να αμυνθώ.
Η λινή μου ένδυση μουσκεύει σε χρόνο μηδέν, τα μαλλιά μου το ίδιο. Καλοκαιρινή βροχή, με όλα της τα τρελά γνωρίσματα. Ξαφνική, δυνατή, απειλητική, θορυβώδης και με συνοδεία βροντής, που σου θυμίζει τη γιαγιά σου. «Το καλοκαίρι μπαίνει Δεκαπενταύγουστο και βγαίνει του Σταυρού!», μουρμούριζε κι ίσως να έλεγε αλήθεια. Εγώ, όμως, δεν χαμπάριαζα.
Με το που μπουμπούνιζε τα καλοκαίρια, βγαίναμε με τους φίλους στην οδό Επταλόφου, που ήταν κατηφορική και γεμάτη χαντάκια και , φορώντας μόνο το μπανιερό μας, ένα συνθετικό σωβρακάκι, δηλαδή, απολαμβάναμε το νερό στον χωματόδρομο, όπως σήμερα απολαμβάνουν οι “φραγκάτοι” τις πισίνες και τα γιαγκούζι τους…
Πώς ξαφνικά ένιωσα σαν τον Τζιν Κέλι κι άρχισα το “Τραγουδώντας στη βροχή“;
Πώς μου ήρθε ότι από τη γωνία θα φαινόταν η Ντέμπι Ρέινολντς: «Μήπως την ψώνισα;» σκέφτηκα, καθώς μια κυρία, περαστική, κάτω από μια τεράστια χρωματιστή ομπρέλα, με κοίταξε περίεργα, καθώς είχα αφεθεί, με τα χέρια απλωμένα, να με δέρνει η βροχή, λες κι ήθελα να με ξεπλύνει από τα μύρια όσα. Κι αμέσως στο μυαλό ένα σωρό τραγούδια για τη βροχή, περνούν στο “γιου τιουμπ” του μυαλού και παίζουν γρήγορα, ασταμάτητα, το ένα μετά το άλλο!
«Ένα βράδυ πού’ βρεχε», «Βροχή και σήμερα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σιγανοψιχάλισμα» κι ένα σωρό άλλα, μέχρι τα «Ρέιν» των Μπιτλς και του Χοσέ Φελισιάνο.
Και να μη λέει να σταματήσει και να μη λέω να της κάνω το χατίρι και να κρυφτώ, μπας και σταματήσει! Κόντευε μιάμιση το μεσημέρι και είχα διασχίσει όλη τη λεωφόρο, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο.
Θυμάμαι τότε, που παίζαμε μπάλα. Βροχή, καταρράκτες ολόγιομοι κι εμείς εκεί, βρεγμένοι και με τα πόδια να κολλάνε στη λάσπη, να κυνηγάμε τη μπάλα, να φωνάζουμε. Και το γρασίδι να μυρίζει μ’ εκείνη τη ζείδωρη οσμή, που σε κάνει να τρέχεις ακόμη περισσότερο. «Βρε θα πεθάνετε, μέσα στη βροχή ποδόσφαιρο», φώναζε η μάνα μας, αλλά τι σήμαινε ένα κρύωμα μπροστά σ’ ένα γκολ;
Χτύπησα την πόρτα στάζοντας από την κορφή ως τα νύχια. Μου άνοιξε, άνοιξε και τα μάτια της, μεγάλα σαν της Αθηνάς. «Βράχηκες;» με ρώτησε γλυκά. «Ψιλοπράματα» της είπα και γελάσαμε…