Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Από τον καιρό του καφενέ, στην εποχή της καφετέριας

FLASH στις 07/06/2020

Το καφεδάκι της απόλαυσης και της κουβέντας στις μέρες της υποχρεωτικής… σιωπής

Παντελής Π. Ξανθίδης |>Την Παρασκευή το απομεσήμερο βρέθηκα σε ένα ιδανικό μέρος για καφεδάκι. Και πού; Στην υποβαθμισμένη περιοχή της πλατείας Καραϊσκάκη, στο Μεταξουργείο. Εκεί, μεταξύ Τροχαίας, “Βέμπο” και “Περοκέ”…

Εκεί, όπου τα γραφεία ταξιδίων για Αλβανία και σε ώρα που οι μουσουλμάνοι φορούσαν τα καλά τους για να πάνε στα γύρω κρυφά τζαμιά. Ναι, εκεί που λεωφορεία, φορτηγά, μοτοσυκλέτες, μαρκαρίσματα και κλάξον ολοκλήρωναν την έννοια της ρύπανσης και της ηχορρύπανσης.

Λοιπόν, σ’ αυτή την αθηναϊκή γειτονιά που οι μάσκες ανταγωνίζονται τις μαντήλες, βρέθηκα να απολαμβάνω ένα “λούγκο” άνευ μουσικής και φασαριόζικης ατμόσφαιρας. Έτσι απλά. Έπιασα μια σκιερή γωνιά. Θυμήθηκα πώς άλλαξε το καφεδάκι και πόσο άλλαξε η ζωή μας!

Είναι φυσικό πως όσο περνούν τα χρόνια σε όλα συμβαίνει μια εξέλιξη – προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Είναι νομοτέλεια! Ο χαρακτηρισμός της κάθε είδους εξέλιξης είναι εντελώς υποκειμενικό θέμα. Συνήθως η “καλή” εξέλιξη εκφράζεται από τις εκάστοτε νέες γενιές και η “κακή” κυρίως από τους… παρατατικούς! Στα υπό συνεχούς εξέλιξης είδη, είναι και τα καταστήματα διάθεσης καφέδων, ροφημάτων, σνακς και άλλων τινών…

Τα καφενεία του άλλοτε, χωριάτικα, “λαϊκά” και “κοσμικά” ήταν μόνον για άντρες. Με πρέφα, ταβλάκι, ουζάκι, καφεδάκι και κουβέντα, έγραφαν… ιστορία!

Θυμάμαι τον πατέρα μου, που όταν κατεβαίναμε στο κέντρο, πήγαινε στου “Γαμβέτα” όπου σύχναζε μια παρέα συναδέλφων του από τον στρατό. Εκεί γνώρισα για πρώτη φορά τον συνάδελφό του από τα παλιά (Μίδας 614) Παναγιώτη Ρογκάκο. Πώς τον θυμάμαι; Όταν φύγαμε, στρίψαμε στην Πανεπιστημίου και ο στρατηγός ίσως να παρατήρησε πώς τα μάτια μου είχαν καρφωθεί σε μια βιτρίνα με γλυκά. Και μας μπάζει στου “Τσίτα”, όπου… κατάπια μία αμυγδάλου! Στου… “Τσίτα”! Μα μιλάμε για το πλέον φημισμένο –μαζί με το “Πέτρογκραντ” του μουσικοσυνθέτη Νίκυ Γιάκοβλεφ, του “Φλόκα” και του “Zonar’s“- ζαχαροπλαστείο της δεκαετίας του ’50 ίσως και του ’60.

Εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες είχαν μόνον τις αλληλοεπισκέψεις, τις κοινωνικές εξόδους μετά συζύγων και για δημόσια κουβέντα τα ζαχαροπλαστεία! Με τα χρόνια, οι πόρτες των καφενείων άνοιξαν και για τις γυναίκες, εφ’ όσον πρωτίστως άλλαξαν μορφή και έγιναν… καφετέριες. Είχαν… εξοριστεί το τάβλι, η τράπουλα, το νεραντζάκι και το “υποβρύχιο”, ενώ το μενού είχε να δείξει αμερικάνικο ή γαλλικό καφέ, με διάφορα γλυκά, με κάποια ποτά και μερικές καφετέριες πολυτελείας, όπως τα “Νούφαρα” στο Κολωνάκι διέθεταν μουσική υπόκρουση. Για αποφυγή κάθε παρεξήγησης, επρόκειτο κυρίως για ορχηστρικά κομμάτια, τα οποία ήταν σε πολύ χαμηλή ένταση. Έτσι “επέτρεπαν” τη συνομιλία των θαμώνων και δεν υπήρχε οχλαγωγία στις αίθουσες…

Στα τέλη της δεκαετίας το ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η Ελλάδα, παρά την κοινωνική και πολιτισμική τροχοπέδη από τη χούντα, άρχισε να “ανεβάζει κατηγορία”. Να αναβαθμίζονται στέκια και πιάτσες και γενικά να παρουσιάζει μία εξευρωπαϊσμένη εικόνα. Το εσπρέσσο, το καπουτσίνο και το irish coffee εκτός από το “Brasilian” της οδού Βουκουρεστίου και του κολωνακιώτικου “Piccolo”, άρχισαν να μπαίνουν στα κοσμικά καφέ.

Όσο περνούσαν τα χρόνια τα καφέ είχα την εξέλιξή τους. Άλλες καφετέριες προς το καλό και άλλες όχι. Πάντως πάντα έψαχναν να βρουν το στίγμα τους, προκειμένου να αποκτήσουν την στάνταρ πελατεία. Δημιουργήθηκαν περίφημες επιχειρήσεις, έπεσαν εκατομμύρια και κάποιες καφετέριες της “αναστάσιμης” δεκαετίας του ’80, κατάφεραν να μείνουν.

Με την πάροδο των ετών η καφετέρια ακολουθούσε τον ρου της κοινωνίας, όπως αυτή διαμορφωνόταν, από τις διάφορες “εντολές” που ελάμβανε έμμεσα ή άμεσα από τα Μέσα. Όσα υποπροϊόντα παρήγαγε η ξένη υποκουλτούρα, έμπαιναν ανεξέλεγκτα και προβάλλονταν, αποστρακίζοντας ταυτόχρονα ό,τι το ποιοτικό στοιχείο είχε ανορθώσει την ελληνική κοινωνία.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που βλέπουμε σήμερα τις περισσότερες πολυτελείς καφετέριες να μην λειτουργούν με μουσική υπόκρουση, αλλά με μουσική… υπέρκρουση, αφού τα ντεσιμπέλ δεν “επιτρέπουν” την συνομιλία μεταξύ των θαμώνων. Ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει σε κάποιες πραγματικά πολυτελείς καφετέριες.

Όμως είναι πολύ λίγες οι καφετέριες όπου οι ιθύνοντες γνωρίζουν το τι θα πει “καφές”! Δηλαδή, ο άλλος που πάει να πιει καφέ, δεν πάει για να ξεκουφαθεί και να μην μπορεί να ακούσει τι του λέει ο φίλος του, ή ακόμη να μην μπορεί ούτε να τηλεφωνήσει! Είναι αδύνατον να γίνει αντιληπτό ότι ο πελάτης πάει για καφέ ή για να χαλαρώσει ή για να πει καμμιά κουβέντα με την παρέα του. Και στην περίπτωση που εκφραστεί κάποιο παράπονο για τα ντεσιμπέλ, ας μην αναμένεται ανταπόκριση…

Όμως, σε κάθε κριτική, θα πρέπει να λογίζεται ο κοινωνικός καμβάς της εποχής και οι… παρατατικοί να λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι το παρόν ανήκει περισσότερο στο “μέλλον”! Δηλαδή από τη στιγμή που οι νεαρές ηλικίες δεν αντιδρούν σε αυτό το είδος της καφετέριας, η κάθε παρατήρηση είναι περιττή.

Ας μην ξεχνάμε, πως στα νιάτα μας πολλές φορές είπαμε για διάφορους χώρους ότι “εδώ συχνάζουν πολλοί πουροί!” και φεύγαμε! Γιατί να μην λένε το ίδιο για εμάς οι σημερινοί νέοι; Έτσι, είναι κάπως λογική η τακτική να επιλέγεται η πελατεία και με έμμεσο τρόπο, να θεωρούνται ανεπιθύμητοι οι… πουροί!

Ευτυχώς όμως, που το Λεκανοπέδιο -ακόμη και στο υποβαθμισμένο Μεταξουργείο- διαθέτει καφετέριες όπου “επιτρέπεται” η κουβέντα! Τελικά, όλα είναι θέμα… ερμηνείας και επιλογής.

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: