Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Ψάχνοντας τη Σκοτεινή που έχει τη δική της τραγική ιστορία…

FLASH στις 29/07/2021

Συρματοπλέγματα, καταπατήσεις και αποκλεισμοί παραλιών, η διαχρονική ύβρις – Το “1900” και ο γαιοκτήμονας από την κοιλάδα του Πάδου

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Γράφοντας στη βεράντα, ξεχάστηκα. Ανέβηκε γρήγορα ο ήλιος και όπως είχα σχεδιάσει ξεκίνησα για τη Σκοτεινή. Φυσικά και αρνήθηκαν τα παιδιά μου να μ’ ακολουθήσουν. Προτίμησαν την κοντινή τη γνώριμη θάλασσα και τη διαδρομή την χιλιοπατημένη.

Δεν έχω καταφέρει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να τα παρασύρω στα ιδεοληπτικά μου μονοπάτια.

Η Σκοτεινή είναι μια θαλασσινή σπηλιά στον γύρο της Λάσσης. Μας είχε πάει δύο φορές εκεί και μας την είχε δείξει ο πατέρας μου πριν σαράντα χρόνια, ναι σαράντα χρόνια -λέω και ξαναλέω το νούμερο για να το χωνέψω, θα σου πω άλλη στιγμή γιατί.

Θυμάμαι ακόμα την περιγραφή του: στα Γερμανοϊταλικά το ’43 ανάμεσα σε άλλες αγριότητες οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν πάρει τους Ιταλούς αξιωματικούς και τους εκτέλεσαν με πολυβόλα υποχρεώνοντάς τους να περάσουν από μια σανίδα στημένη στο άνοιγμα. Προφανώς για να υπάρχει έτοιμος ο λάκκος και να μη χρειαστεί να σκάψουν. Ή για να βουτήξουν στο βάραθρο και να προεικονίσουν το σκοτάδι πριν σκοτεινιάσουν για πάντα τα μάτια τους, μια παράταση του μαρτυρίου, συμπληρώνω σαράντα χρόνια μετά την αρχική περιγραφή εγώ. Επινοητικότητα πάντως…

Αναρωτιέμαι συχνά πόσοι από τους ντόπιους της ηλικίας μου ή πριν και μετά από αυτήν είχαν την τύχη να τους αφηγηθούν με άμεση εικόνα αυτά που μου αφηγήθηκε.

Χρειάζεται κάποια στιγμή να διασταυρώσω την ακρίβεια αυτών των αφηγήσεων του πατέρα που κουβαλάω στη μνήμη, όπως η σκηνή που μου περιέγραψε κατά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα: ένας στρατιώτης ή αξιωματικός σπάζει όπως ξύλο στον μηρό του τον πήχυ ενός μικρού παιδιού που πλησίασε κι άγγιξε ή κάτι τέτοιο τη μοτοσυκλέττα του.

Είναι όμως λάθος ή μάλλον περιττό να επιχειρούμε τέτοιες ταυτίσεις. Ακόμα και σχετικά ανακριβείς και αταύτιστες στον χώρο και τον χρόνο τέτοιες σκηνές έχουν επαναληφθεί αμέτρητες φορές στην αισχρή διαδρομή του ανθρώπου πάνω στη γη. Τελικά, πόση σημασία έχει άραγε η ιστορική ακρίβεια όταν το καίριο βρίσκεται στο συναίσθημα από το περίγραμμα ενός γεγονότος που σε δονεί;

Ξεκίνησα λοιπόν για ‘κεί. Αν και είχα ξαναπάει δεν μπορούσα να το εντοπίσω στην ακτογραμμή της Λάσσης. Έστριψα στην πρώτη στροφή προς τη θάλασσα. Ένα καρτ που είχε κλείσει και πιο κάτω ο βιολογικός καθαρισμός της πόλης. Η μυρωδιά διακριτική μεν, βόθρου δε.

Ένας οδηγός βυτιοφόρου με παραπέμπει σε κάποιον υπάλληλο και αυτός στην υπεύθυνη. «Ψάχνω τη Σκοτεινή, τη σπηλιά στα βράχια που εκτέλεσαν οι Γερμανοί τους Ιταλούς αξιωματικούς», λέω με τη βεβαιότητα πως η ηλικία τους απέκλειε να έχουν έστω και ως αφήγηση αυτή τη γνώση. Και τότε μαθαίνω πως Σκοτεινή λέγεται όλη η περιοχή με τις διάφορες σπηλιές όπου και κατασκευάστηκε ο κεντρικός οχετός που αποχετεύει τα επεξεργασμένα λύματα στ’ ανοιχτά… Υποψιάζομαι πως ακόμα ένα σημείο Μνήμης έχει αφανιστεί. Και μάλιστα Πώς! Έχω πεισμώσει. Προτιμώ να έχω κάνει λάθος να με έχει απατήσει η μνήμη.

Κρατώ από τη νεαρή γυναίκα μια καινούργια λέξη -έγκοιλα- για τις εσοχές στα βράχια της ακτογραμμής και πιάνω το παράλληλο στα βράχια μονοπάτι. Για να έρθω απρόοπτα σε επαφή με κάποια από αυτά που με πληγώνουν στον τόπο μου. Οι περιφράξεις και ο πανύψηλες μάντρες που αποκλείουν την πρόσβαση στη θάλασσα.

Σκεφτόμουν τον αδελφό μου που αναγκάστηκε να περιφράξει το πατρογονικό κτήμα μέσα στο χωριό να μην το κάνουν δρόμο -όσοι μένουν πίσω στα χωριά που αποκτούν τουριστική αξία όπου μπορούν, αρπάζουν. Τον σκέφτομαι και τον δικαιώνω παρ’ ότι προ ημερών βρέθηκα μπροστά στο ερειπωμένο πορτόνι φραγμένο κι αυτό∙ θύμωσα προς στιγμήν γιατί ήθελα να μπω για ένα σύντομο εσωτερικό προσκύνημα.

Παρένθεση: είχαμε χτες ανοίξει μια κουβέντα στο μεσημεριανό τραπέζι με θέα όλον τον κάμπο της Λειβαθούς με το αεροδρόμιο. Αφορμή μια συνάντηση με την κόρη αυτού που κάποτε αποκάλεσε τον πατέρα μου αγιογδύτη. Λέει ο φίλος Βασίλης για τα κτήματα που μας άρπαξαν μεταφέροντας μισόλογα και υπαινιγμούς που έχει ακούσει από διάφορους εδώ κι εκεί.

Η γη ανήκει σ’ αυτούς που τη δουλεύουν, πετάγεται στη μέση μια φωνή. Δεν αντιδρά κανένας άρα μήπως μόνο εγώ την άκουσα; Μήπως εγώ ή ο άλλος εγώ την είπα μέσα μου και χάθηκε στον έσω ωκεανό; Τι σημασία έχει, άλλωστε με τόσα εγώ που έχουν μαζευτεί και αλληλοσπρώχνονται μέσα μου δεν καταλαβαίνω πια ποιος εγώ μιλάει.

Υποψιάζομαι πάντως ότι αυτός που μίλησε τώρα είναι ο δεκακισέγγονος του γαιοκτήμονα από την κοιλάδα του Πάδου, που έγινε ένα παράξενο κράμα όλων των υπολοίπων ζωών που έχει ενσωματώσει, ιδιαίτερα από τη μέρα που είδε το φιλμ “1900”.

Μια τοιχογραφία του αγροτικού ξεσηκωμού στις αρχές του εικοστού αιώνα, τριακόσια χρόνια μετά το τυχοδιωχτικό φευγιό του Cacuri Ardavani από τη val Padana. Για λόγους που αγνοώ ο εγώ εκείνος που φώναξε αλλά δεν ακούστηκε είναι με το μέρος του Όλμο, του νόθου της φατρίας του γενάρχη των κολλήγων.

Μια και άρχισα να παραπαίω βηματίζοντας νοηματικά θα συνεχίσω κι ας περνάω για εξωπραγματικός ή σνομπ. Λένε λοιπόν οι όποιοι ιδιοκτήτες, τεκμηριώνοντας το δικαίωμα του έχειν, κατέχειν και εκμεταλλεύεσθαι τη γη: η περιουσία που φτιάχτηκε με κόπο από τον πατέρα, τον παππού και πάει λέγοντας παραπίσω ή παραμπροστά (η αντίληψη της θέσης των προγόνων σε διάφορους πολιτισμούς…). Πάω κι εγώ παραπίσω ή παραμπροστά και αναρωτιέμαι: πώς απέκτησε τις γαίες αυτές ο παππούς; Από τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππο του, ναι; Που τις απέκτησαν πώς;

Ανασύρω από μνήμης ένα γενεαλογικό δέντρο φυλαγμένο κάπου σε κάποια βιβλιοθήκη μου: στην κορυφή κάποιος Cacuri Ardavani∙ άγνωστος παντελώς και οριστικά για μένα∙ και ξένος, ας φέρνω άθελά του ή αδιάφορά του ίσως κάποια νουκλεοτίδια δικά του. Έφτασε με όλη την οικογένεια πριν τετρακόσια χρόνια από τη Βενετία στην Κεφαλονιά. Μαντεύω πως κάπου τα χάλασαν στη μοιρασιά κάποιας πατρογονικής περιουσίας, προφανώς τσιφλίκια στην απέραντη κοιλάδα του Πάδου ή πλοία εμπορικά από κείνα που όργωναν τη Μεσόγειο και σκλάβωναν άμεσα ή έμμεσα τους λαούς, όπως και το νησί μας, τα Ιόνια νησιά∙ τις κτήσεις τους.

Έφτασε λοιπόν ο Cacuri και ο Ύπατος Αρμοστής –κάποιος Delladecima- ειδοποιημένος δεόντως από την κεντρική διοίκηση, τον υποδέχεται στο λιμάνι με το ανάλογο Τυπικό. Η οικογένεια μεταφέρεται στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου με κάρα που οδηγούν ποπολάροι ξερακιανοί αγωγιάτες από τις απανώστρατες του Αργοστολιού. Εκεί θα φιλοξενηθεί για δυο μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί η Διαδικασία παραχώρησης του λατιφουντίου που αρχίζει ως η –φανταστική βέβαια- περιγραφή: ο Αρμοστής ανεβαίνει στον ανατολικό πύργο του φρουρίου με τον Cacuri και του δείχνει πέρα προς την ανατολή, εκεί που κατεβαίνει απότομα ο Μεγάλος Σωρός μέχρι τη θάλασσα.

Ο Cacuri στραβομουτσουνιάζει –μα καλά, χέρσα χωράφια και πέτρες πάνε να με φιλέψουν, εμένα τον ευγενή και καλομαθημένο από γόνιμο κάμπο;

Τις σκέψεις του μαντεύει ο Delladecima και αρχίζει να εκθειάζει το τσιφλίκι: όταν πάμε να το δεις θα μείνεις άφωνος… Η πιο γόνιμη γη που μπορείς να φανταστείς… Φαντάσου οι λαχανόκηποι φτάνουν μέχρι την αμμουδιά… Και οι κολλήγοι σου εργατικοί και υπάκουοι είναι και θα μείνουν… σκυμμένοι στη γη θα δουλεύουν χωρίς τσιμουδιά… Στο εγγυώμαι εγώ, η Γαληνοτάτη δηλαδή…

Στην υπογραφή μετά τη συμφωνία ο Conte Cacuri Ardavani θα πάρει και ένα σημαντικό μπόνους ως ανταμοιβή για τους κόπους του να ταξιδέψει ως εδώ υπακούοντας στους νόμους της πατρίδας: του απονέμεται το Προνόμιο της Είσπραξης του Φόρου από το Εμπόριο των Βελανιδιών –ανθηρό και προσοδοφόρο τότε.

Έτσι ο δεκάκις-πρόγονός μου εγκαταστάθηκε στο μέρος που ίσως από τότε λεγόταν Λουρδάς (από το Lord μήπως;) και έσπειρε τη γενιά μου στύβοντας τον ιδρώτα των σκυφτών κολλήγων. Ο Cacuri και άλλοι πολλοί με τίτλους βαριούς και αντίστοιχους κόπους για τη δημιουργία τους: Marchese, Barone κλπ.

Ξέρεις τώρα την ιστορία μου, την ιστορία της γενιάς μου, ξέρεις και πως όλα αυτά που βλέπεις να απλώνονται σε όλη αυτήν την πλαγιά υπήρξαν δικά μου. Τώρα πως έφτασαν σήμερα να απομείνουν μικρά-μικρά κομματάκια γης με ελάχιστη ή καμμία αξία δε μπορώ να σου περιγράψω καθότι δύσκολο -και για μένα αδιάφορο- να ανασκοπήσεις διανεμητήρια κληρονομιάς, συμβόλαια αγοραπωλησίας, προικώα, κατασχετήρια λόγω χρεών και άλλες μαρτυρίες της Ιδιοκτησιακής Αρχαίας Διαμάχης και των διεκδικητών της.

Πάντως το χεράκι του εννεάκις εγγονού του Cacuri, του πατέρα μου δηλαδή υπήρξε καταλυτικό στα τελευταία εβδομήντα χρόνια: κτήματα ολόκληρα στους σέμπρους, κτήματα κομμένα να περάσει δρόμος, κτήμα να εγκατασταθεί η γεώτρηση για το χωριό, στραβά μάτια σε καταπατήσεις και χρησικτησίες και άλλα πολλά που ο ένας κατιών του δε μοιάζει να συμμερίζεται ή έστω να κατανοεί.

Εγώ, ο εγώ που λέγαμε παραπάνω, ο άλλος κατιών είμαι υπερήφανος και οριστικά συγκινημένος για κείνον που, ίσως αθέλητα ίσως από ένστικτο σπρωγμένος ή απλώς από αδυναμία διαχείρισης του φορτίου που παρέλαβε, συνέπραξε στην αποδόμηση αυτού του άθλιου Σώματος περιουσίας. Ίσως γιατί είχα την πολυτέλεια να μην καίγομαι για τέτοια υπάρχοντα, ίσως και γιατί είναι κι εκείνος ο Όλμο, ο νόθος γιος του κολλήγου στα 1900, που έχει τρυπώσει μέσα μου από χρόνια και παρέα με τη ματαίωση –απόσταγμα της δουλειάς μου- με οδηγούν αταλάντευτα στο πουθενά. Και ως αστερίσκος: μη θαρρείς πως δεν υπήρξα μετά μανίας κτίσας και αποκτήσας πριν από την τούτη τη μηδενιστική τροπή που έχει πάρει η στάση μου.

Γυρνάω όμως στη διαδρομή μου από το παράκτιο μονοπάτι με τα συρματοπλέγματα ποδοπατημένα και τη σύγκριση με την αγανακτισμένη περίφραξη του πατρογονικού κτήματος από τον αδελφό μου. Τίποτε δεν είναι αυτή μπρος σ’ αυτό το όργιο αποκλεισμού από την έξοδο στη θάλασσα. Τίποτε! Αλλά με την ίδια κινητήρια ουσία. Αυτήν της προάσπισης και περιχαράκωσης του Έχειν μας, αυτής που όλοι με κάποιο τρόπο, σε κάποιο χρόνο του βίου όλοι θα επιδοθούμε∙ και μη θεωρήσεις περιουσία μόνο γη, σπίτια, αυτοκίνητα κλπ. Η προάσπιση της πνευματικής περιουσίας μοιάζει απελπιστικά με αυτήν της υλικής συνώνυμής της. Σκέψου για παράδειγμα πόσες περιπτώσεις παρθενογένεσης υπάρχουν στη γραφή, τα εικαστικά, τη μουσική. Πόσα απολύτως πρωτότυπα δημιουργήματα υπήρξαν και ίσως καταλάβεις τι εννοώ.

Περιφράξεις και περιχαράκωση του Έχειν και παντός Πεπραγμένου: απόκρυψη του κραυγαλέα απόντος Είναι. Ξανά στο μυαλό μου τριγυρίζει η Αναρχία και τα στερεότυπά της: η Ιδιοκτησία είναι η πρωταρχική Ύβρις• προεκτεινόμενη στο Ζην και ύστερα στην κοινή για όλους, έχοντες και μη όντες και μη, αύλακα της Εξόδου, κοίτα πώς μεταμορφώνεται σε Γελοιότητα και τέλος σε Τραγικότητα.

Πάντως οι άνθρωποι βρίσκουν πάντα το δρόμο προς τους τόπους που ποθούν, όπως το νερό θα βρει τον δρόμο ή θα το ανοίξει και ο Κεφαλονίτης αποδεικνύεται συχνά ανυπότακτος όπως το ποτάμι: όλα τα σύρματα των περιφράξεων είναι ριγμένα και τσακισμένα από πόδια, όχι μηχάνημα, κι εγώ περπατώ ανάμεσα σε πεύκα, σκίνα, βάτους και δεντρολίβανα, ψάχνοντας την τοποθεσία της σημερινής εμμονής μου.

Προχώρησα για πάνω από μια ώρα στο συναρπαστικό μονοπάτι κοιτώντας προς τα βράχια με την προσδοκία μου ολοένα να λιγοστεύει και τον ήλιο να με τσουρουφλίζει∙ κυρίως με τις σκέψεις να χοροπηδούν στο κρανίο μου με αντήχηση μιαν άγνωστη γλώσσα: ένα κράμα παραγγελμάτων στα γερμανικά και κραυγών στα ιταλικά με υπόκρουση κεφαλονίτικες αριέτες –αυτά τα γλυκερά ασήμαντα ασμάτια που έχουν περάσει ανεξήγητα τρυφερά στη μνήμη μου.

Ολοκλήρωσα χωρίς επιτυχία την περιπλάνηση βουτώντας στα κρύα νερά πλάι στο Φανάρι. Ένα ζευγάρι Ιταλών με ένα μωρό μιλούν και παίζουν στα βότσαλα. Λίγο πιο πάνω ο Τύμβος –Fossa dei Ufficiali Cadutti, γύρω τα νερά με τους πνιγμένους Ιταλούς όταν βούλιαξαν με βόμβες το καράβι μισοκάναλα οι Γερμανοί.

  • Οι ομοεθνείς απόγονοι δεν έμαθαν ή δε θυμούνται τίποτα για κείνο το μακελειό κι ας τα θυμίζει με πινακίδες παντού σπαρμένες -ως τουριστική ατραξιόν- η τοπική αυτοδιοίκηση. Μάλλον δεν τους αφορά.
  • Ο βούρκος τόσων επελθόντων έχει αφανίσει όλα τα ίχνη των σκοτωμένων σπρώχνοντάς τα γραμμάριο – γραμμάριο στο Ιόνιο.

Θάλασσα μητέρα, θάλασσα θήκη των νερών και της δίκαιης λησμονιάς… (“Έκκεντρα”, 2012)

(*Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: