Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Τόσες οι “συμπτώσεις”, που μοιάζει να γράφτηκε τώρα!

FLASH στις 10/09/2020

Όταν μένουν αναλλοίωτα τα αδυσώπητα κίνητρα του “εγώ” σε όλες τις εκδοχές του…

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Ο άνεμος ακάματος. Πάει έρχεται, αλλάζει δρόμο στη γη, κρατάει ζωντανή κάποια φωτιά. Οι Έλληνες γιορτάζουν τη νίκη τους στη μακρινή αρένα του βορρά. Εκεί δίπλα στο χαλκείο των αλυσίδων τους.

Η κραυγή θριάμβου του καθεστώτος, μέρες Άλωσης παραλίγο. Ο ευτραφής με την οικογένεια στο σουπερμάρκετ. Η νεαρή στα μπουζούκια και το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία. Στην καφετέρια οι παραδομένοι και η αδάμαστη νεολαία αντιστέκεται ανυπόταχτη ξαπλωμένη στις βρόμικες παραλίες -“όλοι ίδιοι είναι, δε με ξεγελάνε εμένα”…

Ο μικρός λαός αυθαδίασε αλλά δείλιασε. Γιατί τόση απαισιοδοξία; Ρωτούν όσοι αγνοούν πως η αισιοδοξία ανθίζει σε ψυχογλάστρες χωρίς το χώμα της Εμπειρίας.

Με ποιον; Από ποιον; Με ποιους η συμπορεία; Δεν έχω ιδέα. Είμαι σε άδεια καλοκαιρινή και σήμερα το πρωί είδα τον Ταχυδρόμο. Αν και ξέρω πως είναι ο ίδιος αφού βλέπω τη σφραγίδα του στην ειδοποίηση συστημένων, στις 8.30 που περνάει είμαι πάντα φευγάτος. Τριάντα τουλάχιστον χρόνια ο ίδιος, ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας. Τον θυμάμαι αμούστακο παλικάρι με το ίδιο βιαστικό περπάτημα. Θέλησα σήμερα να τον ρωτήσω πώς και δεν πέρασε σε κάποιο γραφείο προϊστάμενος μετά από τόσα χρόνια, αλλά κόλλησε η γλώσσα μου, δεν έχουμε αλλάξει σχεδόν ποτέ κουβέντα.

Το βράδυ ο Μανώλης, ο γιος του βιοπαλαιστή παπλωματά, στον καφενέ. Αναρωτιέσαι με ποιους ν’ αντέξεις, να προχωρήσει ν’ αλλάξει ο Κόσμος… όταν μεγάλωσες στην ίδια γειτονιά με τον Μανώλη και τον αδελφό του και δεν άλλαξες κουβέντα πενήντα χρόνια. Μεγάλωσαν δίπλα σου αλλά έξω από το οπτικό σου πεδίο και από το μικρό βιβλιοχαρτοπωλείο έφτασαν σε ένα ευπρεπές μικρομεσαίο βιβλιοπωλείο.

Μεγάλωσες κι εσύ, περιπλανώμενος για κάποιο υψηλότερο τάχα νόημα,για την καταξίωση, την επιβίωσή σου τελικά σε άλλες συνοικίες, άλλες πόλεις, άλλες χώρες∙ αργά κατάλαβες πως δεν αλλάζουν οι άνθρωποι από τόπο σε τόπο, από εποχή σε εποχή. Οι φορεσιές, οι χειρονομίες, τα σπίτια τους, όσα δηλαδή σκεπάζουν επιμελώς ή πρόχειρα το μέσα τους αλλάζει. Μένουν αναλλοίωτα τα αδυσώπητα κίνητρα του εγώ σε όλες τις εκδοχές του: εξασφάλιση τροφής, επιβίωση, αναπαραγωγή∙ επικράτηση ή υποχώρηση στην άκρη και βόλεμα με τα όποια αποφάγια του ισχυροτέρου.

Τα νεογέννητα γατιά στη γειτονιά έχουν ήδη πάρει θέσεις επιβίωσης: στο πιατάκι που τους ρίχνεις με χαρά τροφή, πιστεύοντας -αδιόρθωτος ακόμη- πως θα τη μοιραστούν εξίσου, το πιο ανεπτυγμένο σπρώχνει τα άλλα μέχρι να φάει όσο να χορτάσει. Τα άλλα τριγυρίζουν μέχρι να τελειώσει ο ισχυρότερος και ν’ αποτραβηχτεί και συνεχίζουν στο υπόλοιπο χωρίς να τσακώνονται. Ίσως ξέρουν ότι τα “υπόλοιπα” δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια του διαγκωνισμού με τη συνεπαγόμενη απώλεια ενέργειας.

Μου φαίνεται πως μόλις περιέγραψα μια αρχέγονη κοινωνική κινητική, σταθερή από τα ζώα στους ανθρώπους. Βέβαια, ο άνθρωπος της πόλης μπορεί να προτιμήσει να πετάξει στα σκουπίδια το υπόλοιπο φαγητό αντί να ταλαιπωρηθεί να κατέβει με το ασανσέρ να το αφήσει σε ένα πιάτο για τα αδέσποτα. Μπορεί και “για να μην πολλαπλασιάζονται και μολύνουν τα πάντα αυτά τα βρομιάρικα“. Άνθρωπος της πόλης: η εκτρωτική εκδοχή της Φύσης.

Με τον Μανώλη, πενήντα χρόνια ασύνδετοι αλλά παράλληλοι. Απόψε τον ακούω να μιλάει για την πρόσφατη ιστορία του τόπου, για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, για χίλια δυο, και τρίβω τα μάτια της κοινωνικής εγωστρέφειάς μου. Ο Μανώλης, διαβασμένος και ψαγμένος. Τόσα χρόνια τον θεωρούσα έναν ακόμα εμποράκο που μόνο να μετράει την είσπραξη το βράδυ, ξέρει…

Όπως εσύ που έβγαλες και μέτραγες χτες, αδέξια είν’ αλήθεια, τα χαρτονομίσματα από το σεντούκι και καθώς το αριστερό χέρι τα έσπρωχνε στο δεξί ένιωσες πως αυτό το δεξί μπούκωνε μέχρι να σκάσει∙ μπούχτισες ύστερα και τα πέταξες χύμα πίσω στο σεντούκι, έτσι όπως ο πολυκατοικάριος ρίχνει όσα δε μπορεί να καταπιεί στα σκουπίδια. Έτσι μετράνε θα πεις οι δεξιόχειρες και η μέγιστη πλειονότητα δεξιοί είμαστε∙ στο χέρι που δουλεύει το μεροκάματο, που γράφει -πάλι για μεροκάματο- που πιάνει το πιρούνι και καρφώνει, το μαχαίρι και το μπήγει στη σάρκα ψημένη ή ωμή, νεκρή ή ζωντανή, το πιστόλι και πατάει τη σκανδάλη… Το χέρι που μπαίνει στη δεξιά τσέπη και χαϊδεύει κρυφά το πακέτο χαρτονομίσματα… Η καρδιά όμως γεννιέται και μένει πάντα αριστερά. Η μετατόπισή της δεξιά σημαίνει αρρώστια ψυχής βαριά ή γήρας, και μεταφορά σε επίπεδο πολιτικής μην αποπειραθείς.

Γυρίζω όμως στον καφενέ. Ο “νεοφερμένος” Μανώλης αριστερά μου και ο νηπιόθεν συνοδοιπόρος Νίκος απέναντι, μιλάνε πότε μαλακά, πότε με πάθος. Εισπνέω αργά και ηδονικά τον αέρα από τα λόγια τους. Εισπνέω, δεν ακούω. Μου φαίνεται πως απόψε ξέρω με ποιους… Ο Βύρων ξανά με προσγειώνει… γυρεύοντας ν’ αλλάξουμε την έρημο με δέκα κόκκους άμμο με δέκα δίκαιους τα Σόδομα της ζωής… Στο βάθος η τηλεόραση, ξέχασα, είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η κολοσσιαία μπίζνα με τις διαφημίσεις της να πολιορκούν από παντού τα μάτια του Πολτού που καμαρώνει τ’ αστέρια του στις Αρένες -που γύρισαν ξανά στο λεξιλόγιό μας ανεπαίσθητα αντικαθιστώντας πονηρά τα Στάδια- όπως η Απασχόληση την Εργασία, η Αλληλεγγύη την Πρόνοια∙ οι Αγορές τις Κοινωνίες, οι Καταναλωτές τους Πολίτες. Ο νέος Μεσαίωνας τον Αιώνα του Ανθρώπου.

Πεντακόσια δισ. το κεφάλαιο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, λέει χαμηλόφωνα ο Μανώλης, συνεδριάζουν πυρετωδώς να δουν πώς θα το αξιοποιήσουν… Νέα διεθνής επισιτιστική κρίση επί θύραις, πέφτει το μάτι μου στην εφημερίδα… μείωση και των χαμηλών συντάξεων, επίσημη ανεργία στο 23,5%, εκτόξευση αυτοκτονιών, κοντά σε Μνημόνιο Ισπανία, Ιταλία, ντόμινο αλλαγής συνόρων από ανατολική Μεσόγειο μέχρι κεντρική Ασία, ο Οικονομικός Πόλεμος πλησιάζει στην κορύφωσή του…

Η Ειρήνη, “το ζεστό ψωμί στο τραπέζι των ανθρώπων“, έπιασε ξανά σκουλήκια, ποντίκια ροκανίζουν τα κόκαλά της, καραβάνια θηριωδών μηρμυγκιών απάγουν το αλεύρι από τα λιγνά τσουβάλια των φτωχών στα Αλευροφυλάκια των παντοτινών μαυραγοριτών.

Όμως ο Μανώλης απόψε, ο Ταχυδρόμος σήμερα το πρωί, με ζέσταναν, παγωμένη ψυχή στο μεσοκαλόκαιρο. Ιδίως ο Ταχυδρόμος∙ νιώθω πως έμεινε ένας άξονας, ο γνώριμος γείτονας έστω κι αν τα πιο συνηθισμένα που φέρνει είναι κακά μαντάτα, λογαριασμούς ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, εκκαθαριστικά Εφορίας. Είναι κι αυτά μια ένδειξη πως υπάρχεις, άλλωστε σε λογαριάζουν ως πολίτη αν έχεις και ως ύπαρξη αν χρωστάς -για να μην τα χάσουν όσοι σε έχουν πιστώσει. Έτσι δε λένε;

Μη ρωτάς λοιπόν γιατί είμαι δύσθυμος.

Χρειάζεσαι ξεκούραση, μου λέει ο Λεωνίδας, ο βραχύσωμος αλλά σκληροπελεκημένος Αλβανός που ζει από χρόνια στον τόπο μας. Αυτός δουλεύει αδιάκοπα, του αρέσει να βλέπει τα δημιουργήματά του, λέει. Ο Λεωνίδας είναι κηπουρός. Εγώ με ποια ξερόκλαδα παλεύω;

Έχουμε Πόλεμο και δεν έχω ακόμα καταλάβει. Ποια τα εμπόλεμα μέρη; Γιατί πολεμούν; Μάλλον ξέρω από καιρό, μα δε λέω να το δεχτώ. Και κάτι ακόμα, ασήμαντο μάλλον για όλους εσάς• δεν έχω καταλήξει προς τα Πού, με Ποιούς…

(*Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ. ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: