
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ! Ούτε ένας μαθητής στην Α’ Γυμνασίου της Μεγάλης του Γένους Σχολής!
Για πρώτη φορά μετά από 571 χρόνια αυτό το εμβληματικό εκπαιδευτικό κύτταρο της Πόλης γνωρίζει αυτή την περιφρόνηση…
Μάνος Λαμπράκης* |> Φέτος για πρώτη φορά μετά από πεντέμισι αιώνες, 571 χρόνια ακριβώς, δεν εγγράφηκε κανένας μαθητής στην Α’ Γυμνασίου της Μεγάλης του Γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη…
Άνοιξε λοιπόν ένα χάσμα: ανάμεσα σε αυτό που ήμασταν και σε αυτό που δεν θέλουμε πια να είμαστε. Κι αυτό το κενό δεν είναι απλώς εκπαιδευτικό, αλλά οντολογικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό. Μια ρωγμή όπου αποσύρεται η μορφή και μαζί της, η επιθυμία για συνέχεια.
Όταν η πρώτη τάξη ενός σχολείου δεν έχει παιδί, δεν σημαίνει απλώς «μικρή φετινή ζήτηση». Σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον υποκείμενο για να μπει στην αρχή. Δεν υπάρχει επιθυμία για μύηση, δεν υπάρχει πρόσωπο για να μεταλάβει τη γλώσσα, δεν υπάρχει μέλλον. Δεν πρόκειται για απλή πληθυσμιακή εξάντληση. Πρόκειται για στρατηγική παραίτηση – ένα είδος μεταμοντέρνου αφανισμού, χωρίς ήχο, χωρίς αντίσταση, χωρίς ανάληψη ευθύνης.
Το Πατριαρχείο, στο ρόλο του διαχειριστή αυτής της σιωπής, έχει εδώ και δεκαετίες αποδεχθεί το τέλος ως δομή. Αντί να επιμείνει στην οργανική ανασυγκρότηση του ποιμνίου, να συγκροτήσει πολιτική απέναντι στην τουρκική διοικητική σκληρότητα, ή να συγκινήσει τον ελλαδικό ελληνισμό με σχέδιο ουσίας, επέλεξε την εκκλησιολογική νάρκωση. Διοικεί τη φθορά σαν να είναι εκκλησιαστικό προτέρημα. Επεξεργάζεται τον αφανισμό όχι ως κρίση, αλλά ως μεταφυσικό βάθος. Λειτουργεί με τον ρυθμό της λήθης – προσφέροντας διαρκώς ένα «ήθος επιβίωσης» που δεν εμπεριέχει καμία πρόταση ζωής. Η θεολογία του τέλους έχει μετατραπεί σε διοικητική στρατηγική κι η παιδεία έγινε ζήτημα διατήρησης πινακίδων, όχι προσώπων.
Από την άλλη, το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας –είτε ως θεσμός είτε ως οιονεί εθνικός νους– δεν ένιωσε καν την ανάγκη να αρθρώσει λόγο για το γεγονός. Ούτε για την ανοιχτή πληγή, ούτε για το πνευματικό βάρος αυτής της στιγμής. Δεν έστειλε εκπαιδευτικό. Δεν έστειλε παιδί. Δεν έστειλε μήνυμα. Σαν να πρόκειται για μια σχολική μονάδα σε ξένο πλανήτη.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, που για αιώνες υπήρξε το ορόσημο του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού, στέκει τώρα χωρίς φωνή, χωρίς διπλωματικό δίκτυο, χωρίς θεσμική φροντίδα. Ούτε η ελληνική πρεσβεία, ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών, ούτε τα –κατά τα άλλα λαλίστατα– τμήματα «απόδημου ελληνισμού» έκριναν απαραίτητο να ασχοληθούν. Ούτε μια γραπτή δήλωση. Ούτε ένα δελτίο. Ούτε μια δημόσια ερώτηση στη Βουλή. Σαν να συμφωνούμε όλοι πως το μέλλον θα είναι χωρίς αυτή τη Σχολή – και κυρίως χωρίς εκείνους που τη χρειαζόντουσαν.
Το παιδί δεν ήρθε φέτος στην Α’ Γυμνασίου. Και δεν φταίει το παιδί. Δεν γεννήθηκε, γιατί κανείς δεν φρόντισε να υπάρχει κόσμος όπου αυτό το παιδί να μπορεί να σταθεί. Ούτε το Πατριαρχείο με τη διοικητική του αμυντικότητα, ούτε η Ελλάδα με τη γραφειοκρατική της αυτοακύρωση, δεν προσέφεραν χώρο. Δεν είναι ότι δεν είχαμε μαθητές, είναι ότι δεν είχαμε δασκάλους που να περιμένουν, χώρους που να ανασαίνουν, πολιτική που να αναλαμβάνει.
Η απουσία αυτή είναι αποκαλυπτική. Όχι για την Πόλη – αλλά για εμάς. Η ελληνική ταυτότητα έχει προ πολλού διαρραγεί ως σχέση με το μέλλον, έχει απομείνει ως διαχειριστική ανακύκλωση επετείων, προσώπων, εθνικών ρεφρέν. Η Πόλη δεν μας αφορά γιατί προϋποθέτει την αίσθηση ότι ανήκεις σε κάτι που σε υπερβαίνει. Αλλά εμείς επιλέγουμε διαρκώς το ελάχιστο. Ούτε την Εκκλησία κατανοούμε πια ως σώμα. Ούτε την Παιδεία ως μετάδοση. Ούτε την Ιστορία ως ευθύνη. Ούτε το παιδί ως αρχή. Επιλέγουμε διαρκώς το «εδώ», το «λίγο», το «τώρα». Κι αυτό δεν είναι ελευθερία. Είναι φόβος μεταμφιεσμένος σε πραγματισμό.
Η Πόλη –με τους ήχους της, τις χαμένες παιδικές φωνές της, τα κτήριά της που δεν κατοικούνται αλλά φωτογραφίζονται– δεν θα μας συγχωρέσει. Όχι γιατί την προδώσαμε, αλλά γιατί δεν την θελήσαμε. Και γιατί όταν κάποιος δεν θέλει, δεν σώζεται με κονδύλια, δεν σώζεται με προγράμματα, δεν σώζεται με δηλώσεις. Σώζεται μόνο με θυσία. Και δεν υπάρχει πια κανείς διατεθειμένος να θυσιαστεί γι’ αυτήν τη μορφή.
Δεν θα υπάρξει μαθητής όσο δεν υπάρχει πρόταση ζωής. Και δεν θα υπάρξει πρόταση ζωής όσο το Πατριαρχείο σιωπά διαχειριζόμενο τον αφανισμό, και το ελληνικό κράτος διαχειρίζεται τον εαυτό του ως νομική ψευδαίσθηση. Το παιδί δεν εγγράφηκε. Εμείς, όμως, αποσυρθήκαμε πρώτοι. Από τη γλώσσα. Από τη σκέψη. Από τη μορφή.
Και ίσως, πολύ σύντομα, να αποσυρθούμε κι από την ίδια την Ιστορία. Χωρίς να ακουστεί ούτε ένα «παρών»…
(*) Ο κ. Μάνος Λαμπράκης είναι συγγραφέας