Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Δεύτερη μέρα του Μάη και πεντηκοστή της φυλάκισης…

FLASH στις 02/05/2020

Άδεια εξόδου για λίγη άσκηση με τον κωδικό 13033 στη μαύρη επωμίδα και γρήγορο περπάτημα

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Ξύπνησα πρωί, δεύτερη μέρα του Μάη, πεντηκοστή της φυλάκισης. Από το μπαλκονάκι μου όμως βλέπω καθαρά· την Αίγινα αριστερά, στο κέντρο τον Μοριά και μια φλούδα Μεγαρίδας δεξιά. Έχει και τα καλά του, λέω, αυτό το «βίαιο σβήσιμο» της οικονομικής ζωής και ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας στα όρια του Νομού. Καθαρίζει η ατμόσφαιρα, ας μη βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας τα μελλούμενα. Λέω εγώ, ο μη εξαρτώμενος άμεσα από το εμπόριο, ο βολεμένος στο Δημόσιο εγώ· που δεν απειλούμαι από μείωση μισθού εγώ -ή έτσι νομίζω;

Πάντως μπορεί όλα ή πολλά στον κοινό βίο να λιγοθυμίσουν, αλλά η ατμόσφαιρα θα γίνει διαυγής· έστω με τον όλεθρο να επιμένει στην τροφή όπου θα μας επιτρέπεται η πρόσβαση, στο νερό που πίνουμε αντλώντας το από τον ρυπαρό υδροφόρο ορίζοντα ή στα μαγνητικά πεδία που μας εγκλωβίζουν όλο και πιο σφιχτά -αλήθεια, αυτό το 5G μπορεί άραγε να σημαίνει πενταπλάσια επιτάχυνση της βαρύτητας καθώς η Γαία μάς τραβάει στην κρύα αγκαλιά της; (G=9.81 m/sec, αν καλώς ενθυμούμαι).

Άφησα όμως αυτές τις φυματικές σκέψεις και βγήκα για λίγη άσκηση, το πρόσχημα εξόδου-  προαυλισμού κατόπιν αδείας των φυλάκων με τον κωδικό 13033 στη μαύρη επωμίδα· γρήγορο περπάτημα, τόσο μπορώ πια.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Κατά μήκος του κεντρικού δρόμου απροσμέτρητες εγκαταλείψεις του πεδίου μάχης της βιοτής. Κλειστά μαγαζιά -προσωρινά ή ξηλωμένα κουφάρια· με πόνεσε ξανά ο θάνατός τους αν και ποτέ δεν ήμουν θαμώνας τους.

Βρήκα όμως και κάτι που μένει σταθερό: ένα Morris Minor που εδώ και χρόνια συναντώ περπατώντας. Στο ίδιο σημείο στο πεζοδρόμιο με τις ρόδες στριμμένες δεξιά προς τη μάντρα της όμορφης παλιάς μονοκατοικίας· όπως για να δείξει ποιος ο ιδιοκτήτης του.

Σήμερα μόλις, μετά από τόσα περάσματα από το σημείο, πρόσεξα τη μισοσβησμένη ιατρική ταμπέλα: Παύλος Μ. Παιδίατρος. Από τους πρώτους γιατρούς στην Ηλιούπολη, εξήντα τόσα χρόνια πριν, μαζί με τον πατέρα μου και ελάχιστους άλλους. Τότε που η πόλη ήταν μια κωμόπολη. Ούτε που ξέρω αν ζει και πού ο καλός αυτός συμπολίτης της παιδικής μου ηλικίας -τέτοια η κατάντια της συμβιωτικής μας μικροκοινωνίας.

Πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα. Σκεφτόμουν περπατώντας νευρωτικά πως, ίσως, αν κρατήσουμε -σε κατάψυξη έστω- τις μνήμες στα μυαλά μας και αυτά των κατιόντων μας -η κρυοβιολογία μάλλον το μπορεί- ίσως, λέω, στο μελαγχολικό μέλλον που κάποιοι άπληστοι επιφυλάσσουν στους απογόνους μας, ίσως, λέω, να αναβιώσει η παραδομένη στους Άρπαγες φτωχή μας Αλήθεια· απογυμνωμένη από μοναδικότητες, από μεγαλοπρεπή νοήματα και μεγαλειώδεις στόχους, αλλά Αλήθεια.

Χρειάζομαι ψυχίατρο, έ; Μπορεί. Θα το κοιτάξω. Μου το συνιστούν πολλοί, τελευταία. Γύρισα όμως τώρα στο μπαλκονάκι μου και γράφω πυρετικά, ως υποκατάστατο της Άνοιξης που πλέον με έχει εγκαταλείψει όπως οι ψείρες αυτούς που πεθαίνουν. Είχα μονολογήσει, καιρό πριν, πως αυτό το μπαλκονάκι δε θα μου το πάρει κανείς -ό,τι κι αν συμβεί. Έ, τώρα τελευταία δεν είμαι και τόσο σίγουρος, πλέον. Ετοιμάζομαι για όλα.

> Από τη συλλογή “Κοβιντιανές Ημέρες”

(*Ο δρ. Αλ. Αρδαβάνης είναι ιατρός ογκολόγος διευθυντής στο αντικαρκινικό νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: