‘’Δίδακτρα στα δημόσια σχολεία’’; Δε θέλω να το παραδεχτώ!
“Ντροπή ξέρεις τι είναι κι ένιωσες ποτέ σου; Ντροπή ν’ ανοίγει να σε καταπιεί η γη;’’…
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> «Ζωγραφίζει όμορφα αλλά δεν διαβάζει το παιδί σας, δεν ανοίγει βιβλίο… Κυρία, δε βλέπει καλά και δε μπορούμε να πάμε στο γιατρό να βάλουμε γυαλιά»…
Στήνω αυτί στο διπλανό τραπέζι· μια νεαρή γυναίκα μιλάει στη συντροφιά της:
«Όταν μου το είπε αυτό η μάνα του έπεσαν τα μούτρα μου από ντροπή! Είμαι τόσα χρόνια εκπαιδευτικός και αυτό το Πακιστανάκι με έχει συγκινήσει! Όλοι μας προσπαθούμε να το βοηθήσουμε. Πού έχουμε φτάσει! Να μην έχουν να πάνε στο γιατρό για τα μάτια ενός παιδιού; Να του πάρουν γυαλιά αν διορθώνεται με αυτά η όρασή του;»…
Πριν χρόνια έτυχε στον διάδρομο του εξωτερικού ιατρείου να συζητώ με κάποια γυναίκα. Φαινόταν επισκέπτρια στο νοσοκομείο και ζητούσε επίμονα κάτι, δε θυμάμαι καν τι. Ερεθισμένος από τον τόνο της φωνής της αλλά κυρίως από το ότι φορούσε μαύρα γυαλιά σε κλειστό χώρο με αποτέλεσμα να μην έχω εικόνα για το βλέμμα της, της είπα: «Γιατί φοράτε μαύρα γυαλιά κυρία μου εδώ μέσα; Είναι αγένεια! Παρακαλώ βγάλτε τα για να συνεχίσουμε να μιλάμε».
-«Θέλετε να τα βγάλω λοιπόν…», είπε η γυναίκα και τράβηξε επιδεικτικά τα γυαλιά…
Ένας τερατώδης ετερόπλευρος εξόφθαλμος με χαστούκισε, ενώ το υγιές μάτι παρατηρούσε περιφρονητικά τη φρίκη μου. Δε θυμάμαι αν ψέλλισα κάποια συγγνώμη, πάντως η ντροπή μου για την απερινόητη συμπεριφορά μου τότε κρατάει μέχρι σήμερα. Επειδή όσοι στον Κόσμο ετούτον, για όσο, έχουμε “δεδομένο” τον “μέσο όρο υγείας και ευημερίας” δε φτάνουμε να υποψιαστούμε τι μπορεί να σημαίνει η απώλεια αυτού του “δεδομένου”.
Σκέφτομαι, ακούγοντας την κουβέντα από δίπλα, πως η νεαρή εκπαιδευτικός λογαριάζει το Πακιστανάκι, το Αλβανάκι, το Αφρικανάκι, κάθε προσφυγάκι, κάθε τέκνο της Ανάγκης, με την ίδια συμπόνια όπως για κάθε Ελληνόπουλο. Και νιώθω πως αυτή την άγνωστη γυναίκα την αγαπώ. Επειδή είναι τόσο ενσυναίσθητη· επειδή εν αγνοία μας μοιραστήκαμε την ίδια απερινοησία και την ίδια αισχύνη με τόση χρονική απόσταση. Δείγμα τυπικό της τόσης ομοιότητας όλων μας μέσα στην τόση διαφορετικότητα.
Όμως το απόγευμα στο διαδίκτυο κάποιος αριστερός βουλευτής διαμαρτύρεται πως παραποιήθηκαν τα λόγια του σε συνέντευξη. Τίποτε πρωτοφανές μέχρι εδώ.
Τι παρουσιάστηκε από τους παραποιητές πως είπε; «Δίδακτρα στα δημόσια σχολεία»; Δαγκώνομαι έκπληκτος. Πώς άνοιξε ο αριστερός τέτοια κουβέντα; Σε ποιο πλαίσιο; Με ποιους; Κύριε, απελθέτω απ’ εμού η φριχτή αυτή υποψία! Δε θέλω να το παραδεχτώ. Κλείνω τα μάτια και φεύγω· στο κενό της αιδούς που στενεύει απελπιστικά…
“Ντροπή ξέρεις τι είναι κι ένιωσες ποτέ σου;
Ντροπή ν’ ανοίγει να σε καταπιεί η γη;
ντροπή
που έζησες
Στον κόσμο ετούτον” (Βύρων Λεοντάρης: “Έως…”)
Πιο βράδυ, ο επαίτης στο φανάρι· άστεγος, ψυχασθενής ή πρεζόνι -δεν τον έχω ταξινομήσει. Μαντεύω πώς με κοιτάει μοχθηρά καθώς γυρίζω το κεφάλι για να αποφύγω το βλέμμα του που περονιάζει το ζεστό μου ψυχόσωμα μέσα στο κλιματιζόμενο αυτοκίνητο· το περονιάζει όπως το δέρμα του που μένει αμάθητο στο κρύο κι ανέτοιμο για θάνατο από κρυοπληξία.
Επειδή το κρύο δε μαθαίνεται, όπως το άδικο δεν καταπίνεται ποτέ χωρίς μνησικακία από τον αδικούμενο. Επειδή ο Κόσμος επιστρέφει στανικά στο πρωταρχικό σφάλμα. Και ποιο είναι αυτό μη ρωτήσεις. Όλοι το ξέρουμε μα ποτέ δεν το μαθαίνουμε. Άλλο “ξέρω” και άλλο “μαθαίνω”.
Ο Κόσμος θα γυρίζει ξανά και ξανά στο ίδιο σφάλμα. Αυτός αδιόρθωτος ή η αφεντιά μου ανιστόρητη…
(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”