Τα “μπουλούκια” της Ελλάδος δίχως… κείμενα και σκηνικά!
Επί σκηνής χωρίς πρόβα, “αστέρια” της δημόσιας ζωής, όπως πολιτικοί, ποδοσφαιριστές, τρεχάμενοι και παρατρεχάμενοι…
Δημήτρης Κωνσταντάρας |> Για να καταλαβαινόμαστε και για να μην έχουμε παρεξηγήσεις: Η λέξη «μπουλούκι» προέρχεται από την τουρκική bölük και υπονοεί ένα στρατιωτικό σώμα ατάκτων που προέρχονταν από ‘δώ κι από’ κει, τους έδιναν μια μικρή αμοιβή και πήγαιναν να πολεμήσουν. Κι όποιον πάρει ο χάρος.
Στην Ελλάδα «πέρασε» ως ομάδες μαστόρων που δεν είχαν μόνιμη δουλειά και πήγαιναν από τόπο σε τόπο αναζητώντας εργασία. Και αργότερα, η λέξη «μπουλούκι» ήταν ο ορισμός μιάς ομάδας που σχημάτιζαν ένα «θίασο» που θα περιόδευε απ’ τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας. Pεριγράφει μία ομάδα ηθοποιών (που λέει ο λόγος), έναν μικρό περιφερόμενο θίασο, ο οποίος ταξίδευε είτε με διάφορα «μέσα» (μέχρι και με… μουλάρια) είτε και με τα πόδια για να παρουσιάσει στο «πόπολο», σε καφενεία ή πανηγύρια μία «παράσταση». Τις περισσότερες φορές χωρίς σκηνοθέτη, χωρίς σκηνικά, χωρίς καν κείμενα αλλά με μόνη μια «κεντρική ιδέα» που βασιζόταν σε μύθους, ιστορίες ή και την καθημερινότητα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι μάστορες ή οι «ηθοποιοί» ήταν κακοί. Πρακτικοί ήταν, ανοργάνωτοι, απαίδευτοι και –κυρίως- άνεργοι. Και βασικά από τους θεατρικούς θιάσους, έβγαιναν πολλές φορές ταλέντα. Τα πιο σύγχρονα χρόνια, οι ηθοποιοί ή οι μάστορες με το μεγαλύτερο ταλέντο προσπαθούσαν να βρουν μια πιο σταθερή δουλειά, στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα αλλά δύσκολα τα κατάφερναν καθώς τους είχε κολλήσει η στάμπα του «μπουλουξή». Κακή στάμπα. Γι’ αυτό και πολλοί πήγαιναν χαμένοι. Και άδικα.
Πώς τους έβρισκαν, πώς τους μάζευαν; Υπήρχαν οι επιτήδειοι που γυρνούσαν σε διάφορους χώρους όπου σύχναζαν οι άνεργοι και τους επέλεγαν, με τα δικά τους κριτήρια. Κι αν για τους μαστόρους δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί το μόνο που χρειάζονταν ήταν κάποια εργαλεία, για τα θεατρικά μπουλούκια, το ζήτημα είχε προβλήματα. Πού θα πάνε, πώς θα πάνε, πώς θα κουβαλήσουν πρόχειρα -έστω- σκηνικά και κοστούμια, τι έργο θα παίξουν, πού θα βρουν και δυο-τρεις μουσικούς για έχουν και τραγούδια…
Και καταλήγω στο βασικό μου συλλογισμό με ένα γεγονός: Αυτά τα «μπουλούκια», πολλοί τα αποκαλούσαν «σκορποχώρι». Άλλοι έφευγαν, άλλοι έρχονταν, άλλοι τραγουδούσαν, άλλοι δεν τραγουδούσαν ούτε χόρευαν, αν τους έλλειπε κάποιος ηθοποιός, «νοίκιαζαν» στο γκαρσόνι του καφενείου και γινόταν το «έλα να δεις». Αλλά ο κόσμος, διασκέδαζε. Και το μεροκάματο το έβγαζαν.
Πώς μού ήρθε αυτή η ιδέα; Μού ήρθε βλέποντας πρόσφατα την Εθνική Ελλάδος να παίζει ποδόσφαιρο-αλαλούμ, με καλούς παίκτες που δεν είχαν ξανα-αγωνιστεί ποτέ μαζί και έπρεπε να παίξουν ένα αυτοσχεδιαστικό έργο χωρίς κείμενο ούτε σκηνοθέτη. Αλλά δεν μού έφτανε μόνο αυτό. Κάθισα και σκέφτηκα πόσα ανάλογα «μπουλούκια» που απαρτίζονται από καλά –κατά τεκμήριο- μέλη έχουν φτιαχτεί, υπάρχουν και δρουν σήμερα στην Ελλάδα και τα οποία ενεργοποιούνται σε πολύ πιο κρίσιμους τομείς για τη χώρα από το ποδόσφαιρο. Από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων ως τις κυβερνήσεις και τις διοικήσεις των Υπουργείων ως τα στελέχη κρίσιμων τομέων στους Δήμους και τις Περιφέρειες , από τους συμβούλους των πολιτικών και την Επιτροπή Λοιμωξιολόγων ως τις διοικήσεις των Νοσοκομείων, από τις ομάδες που μας ενημερώνουν μέσα από έντυπα και τηλεοράσεις, από αποφασιστικές ομάδες στην Αστυνομία ή τα Δικαστήρια.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι με καλές σπουδές και εμπειρίες, μοιάζουν πολύ με αρκετούς θαυμάσιους ποδοσφαιριστές που επελέγησαν όπως-όπως από μιαν ανύπαρκτη ομοσπονδία και έναν διστακτικό προπονητή που τους «έβαλαν στο γήπεδο» και τους ανάγκασαν να παίξουν μπάλα χωρίς να τους πουν τι έπρεπε να κάνουν. Κι αυτό γίνεται πολλά χρόνια. Πάρα πολλά.
Μαστόρους έχουμε. Και ηθοποιούς. Και δημοσιογράφους. Και ποδοσφαιριστές. Αλλά και πολιτικούς έχουμε. Και επιστήμονες. Και στελέχη. Κείμενα δεν έχουμε. Και σκηνικά. Και καλές επιλογές, ανεξάρτητες, δίκαιες, αξιοκρατικές δεν έχουμε. Ψωνίζουμε συχνά από το «κάτω ράφι» για λόγους πλήρως αδιευκρίνιστους. Το καλό είναι ότι καταλαβαίνουμε γρήγορα τα λάθη. Αλλά ούτε τα παραδεχόμαστε, ούτε τα διορθώνουμε εγκαίρως.
Είναι σαφές ότι σκοπίμως δεν είμαι σαφής. Δεν τα ξέρω όλα. Δεν μπορώ να μιλάω για όλα. Κι όταν μιλάω, κάνω και λάθη. Γι’ αυτό αφήνω εσάς να αντιληφθείτε τι εννοώ. Αν το αντιληφθείτε, αυτό θα σημαίνει ότι κάποτε θα μπορέσουμε να παραδεχτούμε και να διορθώσουμε τα λάθη μας.