Ο Μαχόμενος, ο Απερχόμενος και ο τριχασμένος
Νόμοι ξεχειλώνουν καταβροχθίζοντας την Αλήθεια για να χωρέσουν το παράλογο, σκυλεύοντας στο Σώμα της Αγάπης…
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Τον έβλεπα να μιλά χειρονομώντας αργά με μακρινούς συμμαχητές του. Ένας ακόμα αγώνας για την Αλήθεια. Για τη διάσωση του πυρήνα της κρυμμένης Αλήθειας των ημερών αυτών που την καταπίνει ξανά ο Κρόνος του πρωταρχικού Ψεύδους της Ισχύος.
Τον έβλεπα μα δεν τον άκουγα. Μου έφτανε το περίγραμμά του που πάντα αγαπούσα και θαύμαζα από τότε που, νήπια, βλασταρώναμε στο χώμα της πόλης αυτής στις δυτικές υπώρειες του Υμηττού.
Μάχομαι, απάντησε, όταν τον ρώτησα αν ελπίζει -και ξέρω πως από χρόνια δεν ελπίζει.
Είμαι έτοιμος, με αποστόμωσε όταν του είπα πως φοβάμαι για τη ζωή του καθώς συγκρούεται με Τέρατα.
Έφυγα τρέχοντας σχεδόν, δέκα παρά δέκα.
Μια μεσήλικη βουρκωμένη με μια λαμπάδα στο χέρι με φωνάζει. Κύριε, σας παρακαλώ, ψάχνω για ένα ταξί! Είμαι τρεις ώρες εδώ, έχω υπογλυκαιμία!
Την πήγα αγκαζέ στην πιάτσα.
Είστε μόνη, ρωτάω και φοβάμαι μήπως νομίσει πως θέλω να τη ληστέψω.
Χτυπάει το κινητό: ο Ποιητής από την παραφροσύνη της απομόνωσης, πολλαπλασιάζει τα διλήμματα που με τυραννούν: σε παρακαλώ κοίμισέ με, κοίμισέ με, δεν αντέχω άλλο. Ενώ η γυναίκα με κρατάει σφιχτά και δε σταματά να κλαίει.
Αγωνιώ -και δεν είναι που έφτασε δέκα και δέκα και οι φύλακες της Τάξης θα έχουν βγει να μοιράσουν συμμόρφωση.
Ένα ταξί εμφανίστηκε επιτέλους. Βάζω τη γυναίκα στο ταξί και κλείνω την πόρτα, ενώ προσπαθεί ακόμα να μου εξηγήσει τι της συνέβη.
Απόψε, Πρωτομαγιά κι Ανάσταση, στις δέκα και τέταρτο. Με μάσκα FFP2, στον δρόμο για το κλουβί μου, στο όριο της αποψινής νομιμότητας -νόμοι που ξεχειλώνουν καταβροχθίζοντας την Αλήθεια για να χωρέσουν το παράλογο, σκυλεύοντας στο Σώμα της Αγάπης. Μια νύχτα λάσπης μέσα στη σκόνη -όχι της αφρικανικής αλλά της Ερήμου της Ανθρωπότητας.
Είμαι διαμελισμένος, ανάμεσα στον Απερχόμενο Ποιητή που ζητά το δίκαιο αλλά μη επιτρεπτό, τη γυναίκα που δεν ξέρω αν και ποια η αλήθεια της, όσο κι αν τη μαντεύω στην άγρια μοναξιά της και την αύρα του εξ αίματος φίλου που μάχεται με Τέρατα, ελπίζοντας και μη ελπίζοντας -για το Ολόγραμμα της πανανθρώπινης Δικαιοσύνης και το Μορμολύκειο της Ελευθερίας.
Ο Μαχόμενος, ο Απερχόμενος, κι εγώ ο τριχασμένος, τη Νύχτα μιας ακόμα παραχαραγμένης Ανάστασης.
(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”