Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Ο προϋπολογισμός του 2023 είναι τελευταίος και… ξέγνοιαστος!

FLASH στις 15/12/2022

Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας είναι  η αποβιομηχανία της χώρας και η καταστροφή του αποθέματος του κεφαλαίου της

Δημήτρης Μάρδας * |> Ο υπουργός κ. Σταϊκούρας  θεωρεί τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 ως έναν ιστορικό προϋπολογισμό! Έχοντας υπόψη το κύμα των δεσμεύσεων που έρχεται το 2024, θα ήταν πιο σωστό να θεωρηθεί ως ο τελευταίος ξέγνοιαστος ή άνετος της περιόδου.

Το 2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης (όλοι οι φορέων του Δημοσίου που υπάγονται στον προϋπολογισμό) θα ανέλθει σε 1,6 δις. ευρώ ήτοι στο 0,7% της ΑΕΠ από έλλειμμα της τάξης του 1,6% της ΑΕΠ του 2022. Επίσης, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης θα καταγράψει έλλειμμα που αντιστοιχεί στο 2% της ΑΕΠ ενώ το αντίστοιχο έλλειμμα για το 2022 ήταν 4, 1%.

Να υπενθυμίσουμε όμως ότι το  2024  θα επανέλθουμε στη δημοσιονομική «ομαλότητα». Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεονέκτημα πρέπει να γίνει θετικό και να ανέλθει στο 2,2% της ΑΕΠ κατά τα συμφωνηθέντα παλαιότερα, ενώ το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης οφείλει να είναι είτε ισοσκελισμένο –ανάπτυξη του «Δημοσιονομικού Σύμφωνου», που είναι σε αναστολή από το 2019 -είτε στο 3% κατά τα ισχύοντα ή αν γίνει αποδεκτή η νέα Ανακοίνωσή της με θέμα «Το Πλαίσιο της Οικονομικής Διακυβέρνησης».

Επίσης, θα ενταχθούμε εκ νέου στη διαδικασία της αυξημένης εποπτείας  σύμφωνα με το «Πακέτο των 2 μέτρων» (2013) ως αυτό ξοφλήσουμε το 75% των χρεών μας  . Και αν συνεχιστεί η νέα συζήτηση για την Ανακοίνωση της Επιτροπής, τότε τα κράτη-μέλη με το χρέος άνω του 60% οφείλουν να συντάξουν  τετραετές σχέδιο  διαρθρωτικών μεταρρύθμισης και επενδύσεων, ή να ενωθούν με την εποπτεία της Επιτροπής ένα νέο Μνημόνιο!

Τα ανωτέρω συμπληρώνονται και από τα δεδομένα των  εξαγωγών και εισαγωγών  που εύλογα προβληματίζουν. Αναλυτικότερα, το 2019 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (των αγαθών, υπηρεσιών και μεταβιβάσεων) της χώρας μας ανερχόταν σε 2,7 δις. ευρώ. Το 2020 εκτινάχθηκε στα 10,9 δις. ευρώ! Η ανοδική του πορεία συνεχίστηκε και τη δεύτερη χρονιά του Covid, το 2021, όπου έπιασε το ρεκόρ των 12,2 δις. ευρώ.

Το 2022, κατά την πρώτη μεταCovid εποχή και πάρα την εκτίναξη των εξαγωγών και την επανεκκίνηση του τουρισμού, το έλλειμμα αυτό άγγιξε το πρώτο οκτάμηνο του έτους τα 10 δις. ευρώ. Εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στα περσινά επίπεδα αντιπροσωπεύοντας περίπου το 6% της ΑΕΠ της χώρας. Αυτή είναι μια πρώτη ανησυχητική εξέλιξη που αντανακλά τις παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας με άξονα την αποβιομηχανία της.

Ως προς το δημόσιο χρέος , μετά την άνοδό του ως ποσοστό της ΑΕΠ κατά το 2020-21 , έχουμε μια πτώση στο 168,9% για το 2022 και εκτιμάται ότι υπάρχει περαιτέρω κάμψη στο 159,3% το 2023. Βέβαια, εδώ η ανησυχητική εξέλιξη εντοπίζεται στη μη αποκλιμάκωσή του σε απόλυτες τιμές. Αυτό έχει ανερχόμενο στα 355 και 357 δις. ευρώ το 2022 και 2023 αντίστοιχα.

Έτσι, έχουμε ένα άλλο ανησυχητικό μέγεθος που ενισχύεται από δυο δεδομένα. Το πρώτο για τον ρυθμό αύξησης της ΑΕΠ (γύρω στο 1% μόνο) μεσοπρόθεσμα σύμφωνα με το  ΔΝΤ . Το δεύτερο σχετίζεται με τις δαπάνες για  στρατιωτικούς εξοπλισμούς , που επιτείνουν τόσο το χρέος, όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω των υψηλών εισαγωγών και της πολύ χαμηλής συμμετοχής της εγχώριας παραγωγής σε αυτούς.

Αν συμμετείχε η εγχώρια παραγωγή σε υψηλό βαθμό στα  εξοπλιστικά προγράμματα  (βλ. Ισραήλ, Ν. Κορέα και Τουρκία), τότε το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς την ΑΕΠ ήταν πολύ χαμηλότερο, καθώς ο αντίστοιχος δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής που προσέγγιζε το μέσο κοινοτικό. όρος ενισχύοντας έτσι το ΑΕΠ.

Η Πέρσι η κυβέρνηση πρόβλεπε ότι η  ΑΕΠ  αυξήθηκε κατά 4,5% το 2022, ενώ φέτος εκτιμά ότι η ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,6% με το κλείσιμο της χρονιάς. Αυτό το θεωρεί μεγάλη επιτυχία. Βλέπει όμως μόνο τη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού! Ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας ο Ντισραέλι κάποτε είχε πει «Υπάρχουν ψέματα, καταραμένα ψέματα και στατιστικές». Τα στοιχεία που έπονται προκαλούν ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με την επιβεβαίωση αυτής της θέσης.

Αναλυτικότερα, ας δούμε τη σύνθεση της ΑΕΠ αρχικά. Αυτό προσδιορίζεται από την κατανάλωση, τις επενδύσεις, τις δημόσιες δαπάνες και τις εξαγωγές αφαιρουμένων των εισαγωγών. Το 2022 η  ιδιωτική κατανάλωση  θα είναι τελικά διπλάσια από την προβλεπόμενη (πρόβλεψη πέρσι για αύξηση κατά 3%, νέα εκτίμηση φέτος 7,2%) ενώ οι επενδύσεις δεν έπιασαν τον στόχο (πρόβλεψη πέρσι για αύξηση κατά 21,9% νέα εκτίμηση φέτος μόνο 10%).

Οι  δημόσιες δαπάνες  αυξηθήκαν (πρόβλεψη πέρσι 65,5 δισ. ευρώ, νέα εκτίμηση φέτος 71,8 δισ. ευρώ). Εδώ παρενθετικά σημειώνεται ότι οι δημοσιονομικές δαπάνες θα ανέλθουν στα 69,9 δις. ευρώ κατά το επόμενο έτος, των εκλογών, το 2023! Σε όμοιο ποσό 69,7 δις. ευρώ ανέρχονταν στον προϋπολογισμό του  2010 ! Βέβαια στη σύγκριση αυτή οφείλουμε να λάβουμε κατά νου και τον πληθωρισμό.

Οι εξαγωγές αγαθών και οι υπηρεσίες υπεραντισταθμίστηκαν από τις εισαγωγές το 2022, με συνέπεια, όπως τονίσαμε παραπάνω το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών να εκτιμηθεί ότι θα αγγίξει τα 12 δις. ευρώ. Οπότε η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση και στις δημόσιες δαπάνες. Αυτά όμως τα  δύο  μεγέθη της ζήτησης, που θα οδηγήσουν τελικά στην αύξηση του κατά 5,6%, επιδεικνύουν τη σχέση εξαγωγών-εισαγωγών με συνέπεια να  ενισχυθούν  οι εισαγωγές που οδηγούν έτσι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα ύψη.

Θα ήταν πολύ διαφορετική η εικόνα της ΑΕΠ αν η εν λόγω αύξησης οφειλόταν στη θεαματική, πέραν των προβλέψεων, άνοδο των επενδύσεων και των εξαγωγών εις βάρος των εισαγωγών κάτι που δεν έγινε! Οπότε οι προαναφερθείσες συνιστώσες του 5,6% προκαλούν περισσότερο έντονο  προβληματισμό  παρά ενθουσιασμό.

Η  αχίλλειος πτέρνα  της ελληνικής οικονομίας είναι η αποβιομηχανία της χώρας και η καταστροφή του αποθέματος του κεφαλαίου της. Αυτά ερμηνεύουν το  εταιρικό επενδυτικό κοινό της τάξης των 130 δις. ευρώ  από το μέσο κοινοτικό (βλ. έκθεση Πισσαρίδη). Οι υφιστάμενες επιλογές μέσα από το Σχέδιο Ανάκαμψης όπως διαμορφώνεται και το νέο ΕΣΠΑ (2021-27) αδυνατούν να το καλύψουν. Αντίθετα, η νέα αναπτυξιακή στρατηγική δίνει για πολλή φορά ώθηση στις εισαγωγές και έκταση σε προσανατολισμούς δεύτερης προτεραιότητας.

( * ) Ο κ. Δημ. Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και πρ. αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: