Στα Μυστικά του Βάλτου… κι ας η Φύση απεχθάνεται το κενό
Όταν αφήνεις χώρο να σε προδίδουν ή να σε εξαπατούν δε φταις; Προδότης-προδομένος, θύτης-θύμα: δεν είναι συναρτήσεις σφιχτές;
Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Πάλευα από το πρωί με όλα τα αντίξοα. Ήμουν βαθιά γρατσουνισμένος ακόμα μια μέρα. «Εκτίω ποινή!»… ακούστηκε ξαφνικά μέσα στη φασαρία του ιατρείου. Τι λέξη! Εξέτισα το πάν / Τι άλλο θέλετε από μένα πια. «Κατάρα»… λέει ο Βύρων πορευόμενος “εν γη αλμυρά”.
«Τα έκανα όλα, ό, τι μου είπαν – χειρουργείο, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία… και είμαι πάλι εδώ», λέει βραχνά το ανθρωπάκι στριμωγμένο στο κρεβάτι του πολύκλινου στην εφιαλτική παλιά πτέρυγα, πριν πολλά χρόνια.
Το ανθρωπάκι λυτρώθηκε κάποια στιγμή. Όμως εγώ είμαι ακόμα εδώ. Στην ίδια πολεμίστρα, στο κάστρο αυτό που βουλιάζει αργά και ανεπίστρεπτα στη γη που ανοίγει και το καταπίνει. Το λένε δημόσιο νοσοκομείο και όλοι ξέρουν πως το έδαφος από κάτω έχει υπονομευθεί από λαγούμια σκαμμένα από πολλά χρόνια. Όλοι ξέρουν, αλλά ποιος θα τολμήσει να μπει να μπαζώσει τα λαγούμια;
Έφτασε το απόγευμα. Στο στενό γραφειάκι του εξωτερικού ιατρείου με το κεφάλι νερουλιασμένο μετά από αριθμό εξετασθέντων ασύμβατο με την αντοχή του γιατρού και τα “διεθνώς ισχύοντα στάνταρ ποιότητας” που λέει και ο Γιώργος.
Αλλά η πρόσχαρη ηλικιωμένη από την επαρχιακή πόλη με αποζημιώνει. Έρχεται με ένα πάκο εξετάσεις που δείχνουν πως έχει αρχίσει να “τροχοδρομεί για απογείωση”. Τις έχει διαβάσει και το ξέρει. Όμως το πρόβλημά της είναι αλλού. Τα έχει όπως πάντα με τον “απατεώνα” που μας κυβερνάει με την παρέα του. Που της έκοψε τη σύνταξη. Που κοροϊδεύει τον κοσμάκη, που πληρώνει τον γιατρό του ΕΣΥ με ψίχουλα ενώ άλλους… (κόντεψα να τσιμπήσω).
Ξεκαρδίζεται κάθε φορά που εκτοξεύει κάποια κοτσάνα – έχει εμφανώς επίγνωση του παραλογισμού της. Την πειράζω τρυφερά, όπως κάθε φορά. «Ετούτος ο τελευταίος σου έκοψε τη σύνταξη, να το ξέρεις! Όχι οι προηγούμενοι, εντάξει; Άσε που γύρισε ο δικός σου και θα γίνει πάλι πρωθυπουργός», της λέω, «τά ‘μαθες;»…
Όταν βγήκε από το γραφείο έγινε απότομα βαριά σιωπή. Ήμουνα ξανά μόνος. Όπως πάντα μόνος είναι ο γιατρός μετά το τέλος της επίσκεψης∙ απέναντι στον εαυτό του, τις ανιδιοτελείς ή συχνότερα ιδιοτελείς αποφάσεις του -επειδή ιδιοτέλεια είναι και η στοιχειώδης αυτοπροστασία του από νομικές ή άλλες εμπλοκές…
Μέσα στην “ενός λεπτού σιγή” αναμετριέμαι με τα λόγια της. Ανάμεσα σε γέλια και βρισιές πετάγονταν αλήθειες και παρανοϊκές συσχετίσεις. Ακούγοντάς την αισθανόμουν τον λογισμό να περνάει με πλάβα σε έναν βάλτο με αγκαθωτά βούρλα και νερόφιδα έτοιμα να χιμήξουν στο παραμικρό τουμπάρισμά της. Ο παραπληρωματικός συνειρμός με τα “Μυστικά του Βάλτου” (της γιαγιάς του προηγούμενου πρωθυπουργού του κρατιδίου της νοτιοανατολικής άκρης της Ευρώπης -των λαών, όχι των μονοπωλίων) είναι τυχαίος, εντάξει;
Σκεφτόμουν πως το σχεδόν αφασικό παραλήρημα αυτής της αγράμματης μεν, πανέξυπνης δε, γυναίκας συμπυκνώνει τον τρόπο που αντιδρά το πλήθος -όχι όχλος- σε όποια μεταβολή της κινητικής του κατάστασης -από την απόλυτη ακινησία στον βούρκο έως την ιλιγγιώδη κίνηση προς τον ουρανό ή τον γκρεμό.
Το πλήθος, απαρτιούμενο στο φάσμα του από απολύτως αγράμματους έως βαθέως εγγράμματους, απολύτως ανιδιοτελείς -το μη ον- έως βαρέως ιδιοτελείς – το σύνηθες. Απολύτως σιωπηλούς έως φωνακλάδες – από τους δρόμους έως το διαδίκτυο.
Τότε ακριβώς αναδύθηκε ξαφνικά μέσα στην τρικυμία του κρανίου μου η επισήμανση: “η Φύση απεχθάνεται το κενό”. Αναλογίστηκα αυτούς που περιμένουν τη σειρά τους για να πιάσουν στασίδι κοντά στο “μέλι”, μόλις αδειάσουν αυτά από τους σημερινούς στρογγυλοκαθισμένους -όποιοι είναι αυτοί, εμφανείς ή αφανείς. Και ανατρίχιασα. Μέλι, Μέλαν και Μέλλον. Είναι τυχαία η ομοιότητα;
Βγήκα μετά έξω. Ο κόσμος πάει κι έρχεται. Απτόητος, αδιάφορος για όσα συμβαίνουν; Για το μέλλον του, το μέλλον των παιδιών του; Μήπως με τη σοφία των προτεραιοτήτων; Primum Vivere…
Πάει καιρός που δε μιλώ για το παρόν. Λίγο πνιγμένος από τις έγνοιες, λίγο αποθαρρυμένος, λίγο φοβισμένος. Ένα κράμα. Αλλά, ρωτώ: όσα γίνονται σήμερα, όσα έγιναν χτες μπορεί όλα να είναι λάθος; Μπορεί όλα να είναι προδοσία; Τι σημαίνει προδοσία; Αν συμβαίνει το τελευταίο ρωτώ και πάλι: όπου υπάρχουν προδότες, υπάρχουν πάντα και προδομένοι; Όπου υπάρχουν απατεώνες υπάρχουν πάντα απατημένοι; Όταν αφήνεις χώρο να σε προδίδουν ή να σε εξαπατούν δε φταις; Προδότης-προδομένος, απατεών-απατημένος, θύτης-θύμα: είναι ή δεν είναι συναρτήσεις σφιχτές;
Παραδίδω την Πόλιν μου. Έτσι κι αλλιώς παραδομένη είναι από αιώνες πολλούς ή ξοφλημένη. Από Τύχη -ή βούληση θεϊκή- το πεπρωμένο της. Δεν έχω φτιαξιά και ετοιμασία για Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και “η Ιστορία δε μπορεί να ξαναγραφτεί”…
(*) Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”