Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Έμπλεξα πάλι σήμερα πράγματα ανόμοια…

FLASH στις 21/07/2019

Από εκείνο το γατάκι μέχρι τις εικόνες του National Geographic και την χήρα μάνα της Αθήνας…

Αλ. Αρδαβάνης* |> Είδα πρωί-πρωί για τρίτη φορά στην αυλή μου την ίδια σκηνή: το γατάκι πάλευε να φτάσει στην ρώγα της μάνας του, να βυζάξει, μα οι μαστοί μάλλον αδειανοί. Είναι το μοναδικό που επέζησε από τα τρία που γέννησε πριν δύο μήνες, τα άλλα ψόφησαν γεμάτα ζωΰφια είπε η γειτόνισσα που παρακολουθεί τα συμβαίνοντα στη γειτονιά.
Εγώ επιμένω να παρατηρώ τη μάνα από τότε που τη βρήκα μωρό· την ταΐζω, την ποτίζω, τη χαϊδεύω στη ράχη όταν ευκαιρώ και την παρατηρώ.

Η μάνα του μικρού ήταν το πιο όμορφο, στα μάτια μου βέβαια, από τρία αδελφάκια. Επέζησαν και τα τρία, όμως αυτή μόνο έμεινε στην αυλή μου. Τα άλλα δύο, μαζί κι ο “ποιητής” χάθηκαν. Ο “ποιητής”: το κανελλί που έτρωγε πάντα τελευταίο αν είχε κάτι απομείνει από τη βουλιμία των άλλων δύο. Ακόμα και στα υπολείμματα από το κατασπαραγμένο περιστέρι που γελάστηκε και προσγειώθηκε να τσιμπήσει από την ξηρά τροφή που τους βάζω κάθε πρωί.

Παρατηρώ· ένα από τα αμέτρητα επεισόδια της ανελέητης διαδικασίας που λέγεται Φύση. Είναι σα να βλέπω ένα ντοκυμαντέρ του National Geographic γυρισμένο σε αστικό πεδίο. National Geographic: η Φύση γυμνή κατά πρόσωπο, χωρίς περιστροφές χωρίς εξωρραϊσμούς. Εικόνες…

Μια λύκαινα τρώει το νεκρό βρέφος της. Ο πατέρας παραμόνευε πολλές μέρες να αρπάξει ένα γκνου να το φέρει στη μάνα για να κατεβάσει γάλα να θηλάσει το μωρό.

Μια φωτογραφία πριν λίγο καιρό έκανε τον γύρο του διαδικτύου. Ένα νήπιο μαυράκι έχει γείρει εμπρός εξουθενωμένο καθώς πήγαινε στον καταυλισμό· παραπίσω το παραμονεύει ο γύπας που μυρίζεται το επερχόμενο τέλος. Λένε πως ο ρεπόρτερ, που φωτογράφισε το στιγμιότυπο, αυτοκτόνησε λίγο μετά την απονομή του σχετικού βραβείου.

Άλλη φωτογραφία: ένα μαυράκι, ένα μουτράκι μόνο μάτια, έχει στο στόμα μια μαύρη ζαρωμένη πέτσα που κρέμεται από κάποιο ύφασμα. Ανοίγεις τη φωτογραφία και μια σκελετωμένη μαύρη μάνα ξεπροβάλλει. Κρατάει στην αγκαλιά το υπόλειμμα βρέφους· η ζαρωμένη μαύρη πέτσα είναι ο άδειος μαστός της.

Μια αφήγηση: η χήρα στο συσσίτιο στο κέντρο της Αθήνας. Φέρνει, λέει, την κατσαρόλα και βάζει τις μερίδες κοτόπουλο που αντιστοιχούν στην οικογένεια. Το παιδιά γυρνώντας στο σπίτι θα δουν το φαγητό στην κατσαρόλα και δε θα μάθουν πως η μάνα δεν έχει να τα ταΐσει, δε θα νιώσουν την ταπείνωση της μάνας.

Σε ρωτώ λοιπόν: ανόμοια και άσχετα το ένα με τ’άλλο όλα τα παραπάνω, έτσι δεν είναι;

Εν τω μεταξύ:
Οι γάμοι στην εκκλησία απέναντί μου συνεχίζουν απτόητοι να “δένουν” ανθρώπους σε κοινούς στόχους: συμβίωση, αναπαραγωγή, συσσώρευση αγαθών, εδραίωση του “είναι” μέσω του “έχειν”… Γι’ αυτό και τα χειροκροτήματα, τα πυροτεχνήματα, η δεξίωση και το γλέντι μετά…

Πλάι σε αθέατες, πρόχειρα κουκουλωμένες, δυστυχίες άλλων που δεν είχαν “τα φόντα” να ζήσουν τις ίδιες αυταπάτες ή πέρασαν από το ίδιο ποτάμι και είναι πια έξω πεταμένοι. “Η ευθυμία είναι η μεταδοτική μορφή της ηλιθιότητας” μουρμουρίζει ο χολωμένος Πεσσόα και εγώ συνηχώ σε ήχο πλάγιο “ο θεός να σε φυλάξει από την ικανοποίηση των πόθων σου“.

Αφορισμοί -άσχετοι επίσης…

  • Πείνα: η απόλυτη ταπείνωση των όντων.
  • Στέρηση: μοχλός πικρός της ανύψωσης των αδυνάτων -τι σημασία έχει πού…
  • Αδηφαγία: η τραγική αδυναμία των ισχυροτέρων να αποφύγουν την Κοινή των εμβίων Μοίρα.

Γυρίζω στα άσχετα της αρχής αυτών των δολιχοδρομικών συλλογισμών. Τα ονομάζουν όλα τούτα φυσική επιλογή, τα σέβονται ως θεϊκή ισορροπία. Εγώ μένω παιδί πεισμωμένο σε μάταιη αντιστράτευση σε αντίπαλο ακαθόριστο.
Το χειρότερο: ξέρω πως είμαι λάθος. Νιώθω συνένοχος για όσα συμβαίνουν παντού, τρελό δεν είναι;
Συνένοχος μα τίποτε δεν κάνω. Πεισμωμένος ξεπεισμωμένος, αδρανής στο μπαλκόνι γράφω μανιασμένα…

Κλείνω με Βύρωνα:

Ἕνας ὁ βίος κι ἀγύριστος κι ὅλα του ἀμετάκλητα
ὅ,τι εἴπαμε καί πράξαμε δέ σβήνει οὔτε ξεγίνεται
μά ἡ μνήμη βολοδέρνει ὅλο στό κακό.

Γιατί, ποιός λογαριάζει τό καλό ποιός τό θυμᾶται
τό ρίχνεις στό γιαλό καί χάνεται
μά τό κακό πῶς νά χαθεῖ πού εἶναι χαμός
μέ τίποτα δέ σβήνει οὔτε ξεγίνεται
γιά πάντα μένει καί μᾶς τυραννάει.

Καί δέ μιλῶ γιά τύψεις.
Αὐτές λίγο-πολύ ὅλους μᾶς βολεύουν
εἶναι κρυφές οἱ τύψεις δέν ἐκτίθενται καί
δέν σέ έκθέτουν
δέ σοῦ στεροῦν ὑπόληψη κι αὐτοεκτίμηση
μυθοποιοῦν τά κρίματά σου καί τά παρασταίνουν
μέσα σου περίτεχνα
μέ νέες πάντα ἑρμηνεῖες καί ἐκδοχές
καί στό ἄλλοθι τοῦ θεατῆ τοῦ ἑαυτοῦ σου
νιώθεις σιγά σιγά νά γίνεται ἡ συγκίνησή σου
αἰσθητική
ἐν τέλει μιά ποιητική τοῦ ἤθους
-κι ἄν σέ τρελαίνουν κάποτε σέ ξαγοράρη πήγαινε…

Ντροπή ξέρεις τί εἶναι κι ἔνιωσες ποτέ σου;
Αὐτή δέν κρύβεται ἐκτίθεται καί σ᾿ ἐκθέτει σέ
φτυσιές καί λιθοβολισμούς
αὐτή δέν ἔχει ἀντισήκωμα
δέν τήν καλύπτει τίποτε στό πρόσωπό σου
καί στή γυμνή της θέα ἐξαγριώνονται
ὅσοι δέν ντρέπονται ἤ φοβοῦνται νά ντραποῦν,
οἱ ἀνώδυνοι καί ἀνεπαίσχυντοι κι εἰρηνικοί,
καί σοῦ χυμοῦν μέ λύσσα νά σέ ξαποστείλουν
σέ ἀνεξιλέωτο θάνατο.

Ντροπή ξέρεις τί εἶναι κι ἔνιωσες ποτέ σου;
Ντροπή ν᾿ ἀνοίγει νά σέ καταπιεῖ ἡ γῆ
ντροπή
πού ἔζησες
στόν κόσμο ἐτοῦτον.

(*Ο κ. Αλέξανδρος Αρδαβάνης είναι ιατρός ογκολόγος διευθυντής στο αντικαρκινικό νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”.

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: