Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Ν’ ανεβαίνει η φωτιά ν’ ανεβαίνει εξαρπάζοντας…

FLASH στις 19/11/2019

Γύρω όλα καπνίζουν καθώς βουλιάζουν. Καθένας ψάχνει στα ερείπια και τα αποκαΐδια…

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Γύρω εκρήξεις, φωτιές χωνεύουν τη λεία τους. Ερείπια γύρω, σπίτια καπνίζουν. Ανάμεσα στα χαλάσματα, ανθρώπινα σκουπίδια· ψάχνουν. Ίσως, το χαμένο νόημα, ίσως την επιβεβαίωση ότι υπάρχουν ακόμα. Τι θέλουν λοιπόν όλοι αυτοί που μιλούν οργισμένα αυτές τις ώρες; Περισσότερη αντίσταση στους γύπες; Πώς τη φαντάζονται; Με ποιούς συμμάχους; Σε ποιο έδαφος πατώντας τα οχυρώματα; Τι επιδιώκουν;

Μήπως ξέρουν κάτι που οι πολλοί δεν ξέρουν; Ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει ή μήπως ότι δε γίνεται τίποτε ν’ αλλάξει, ίσως; Τότε γιατί χτυπούν αδιάκοπα; Ποιους προτιμούν να χτυπούν και γιατί; Μήπως κατά βάθος προσβλέπουν σε κάποια “Παλινόρθωση”;

Ancient Régime; la Restauration est déjà là!

Τότε που θα έχουν το τέλειο άλλοθι να μένουν απέναντι; Ποιοι μη ρωτάς, τους μαντεύεις. Γύρω όλα καπνίζουν βουλιάζοντας στο τέλμα. Όμως άκου.

Είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, μαυροκίτρινος, χαλκοπράσινος σχεδόν. Με ένα πλατύ χαμόγελο με υποδέχεται κάθε πρωί. Μου απλώνει με λαχτάρα τα δύο σκελετωμένα χέρια και μου σκεπάζει το χέρι. Ο άρρωστος και πλησιοθάνατος δίνει κουράγιο στον αποθαρρυμένο γιατρό του. Είμαι πολύ καλά και σήμερα, μου λέει, και περιγράφει πώς κύλησε η προηγούμενη μέρα, πόσο καλύτερα νιώθει κάθε μέρα που περνάει.

Ο πανέμορφος αυτός άνθρωπος έχει αποστρέψει το πρόσωπο από τη μαύρη μάσκα του Χαμού που έχει ήδη εγκατασταθεί μέσα στον θάλαμο και περιμένει υπομονετικά να τον πάρει. Ζει. Μέσα στη δική του ομίχλη, μα ζει. Και δε με νοιάζει που δε βλέπει, δεν ακούει την πραγματικότητα. Ποια είναι τελικά η πραγματικότητα, αυτή που ζούμε ή αυτή που δε ζούμε; Πόσοι από εμάς έχουμε επίγνωση του χώρου που μας “εγκλείει και μας αποκλείει”;
Άκου ακόμα.

Χτες, πήγα στην εκκλησία για ένα μνημόσυνο. Μέχρι ν’ αρχίσει παρατηρούσα με απελπισία το εκκλησίασμα βουβό και σκυφτό να ακούει τον παπά να υποβάλλει με τη σκόπιμα μειλίχια μπάσα φωνή του. Έχω ακούσει αμέτρητες φορές αυτά τα ίδια λόγια από παιδί· στην αρχή με βαρεμάρα μέχρι απόγνωσης, αυτά τα ακατάληπτα αρχαία Ελληνικά ανάμεικτα με Εβραϊκές λέξεις· μέχρι πριν λίγα χρόνια που πρόσεξα την Ποίηση μέσα εκεί -και Ποίηση δεν είναι μόνο οι στίχοι και οι ρίμες… Γεμάτος ο ναός, ανάμεσά τους πολλοί νέοι. Τι γυρεύουν οι νέες, οι φλογισμένες από ζωή ψυχές, ανάμεσα στους αμετανόητους αλλά μετανοούντες γέροντες, σκεφτόμουν. Κοίταζα με λύπη μέχρι που βούρκωσα και γιατί δε θα σου πω -δεν είναι αυτό που σκέφτεσαι, πάντως ένιωσα με ρίγος πως οι “μεντρεσέδες” εξαπλώνονται με γεωμετρική πρόοδο στα τρομαγμένα κοινωνικά σώματα της “προηγμένης Δύσης”… Σήμερα όμως έμαθα για μια γριά, συνταξιούχο νοσηλεύτρια∙ ένα ζαρωμένο υπόλειμμα ανθρώπου που πάει καθημερινά στην εκκλησία του νοσοκομείου και στις δύο ώρες της λειτουργίας δε σταματάει να κλαίει. Κουβαλάει, είπαν, ασήκωτη την ενοχή για την ψύχωση του παιδιού της που έχασε πριν τρία χρόνια. Πόσοι από εμάς έχουμε νιώσει κάποια συντριβή -δίκαιη ή άδικη- για κάτι που κάναμε ή δεν κάναμε την κρίσιμη στιγμή;

Γύρω όλα καπνίζουν καθώς βουλιάζουν.

Καθένας ψάχνει στα ερείπια και τα αποκαΐδια για το δικό του νόημα· τη δικαίωσή του για όσα “πρώτος αυτός είχε σκεφτεί και προβλέψει”. Στην κάμερα του μυαλού καθενός, η επιβίωση περνάει σε δεύτερο πλάνο. Πόσοι σκέφτονται πώς να ανοίξουν μονοπάτια στα ερείπια, να ψάξουν επιζώντες, να οργανώσουν τη σίτιση, την κάλυψη από την καταιγίδα της επόμενης μέρας;

Οι φωτιές δεν έχουν χορτάσει και μάλλον θ’ αργήσουν. Ο βούρκος θα πνίξει τα ίχνη των εμπρηστών. Κανένας δεν ξέρει κάτω από ποιον ουρανό θα ξημερώσει. Είναι αργά, πήρε να σκοτεινιάζει κι εγώ ποντάρω στη μόνη Ελπίδα που έχει απομείνει: η Απελπισία πως τίποτε δε θα αλλάξει ποτέ.

Γύρω, όσα ξέρουμε καταδύονται στο τέλμα. Αλλά: τα νικημένα τραγούδια μας θα ξαναγεννηθούν από ένα κράμα τέφρας και λάσπης· κάποτε θα αναδυθούν τα απολιθώματά μας, “είναι νομοτέλεια”. Είναι όμορφος ο Κόσμος αν τον παραδεχτείς.

Ν’ ανεβαίνει η φωτιά ν’ ανεβαίνει
εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη

Οι “τελευταίοι στίχοι” του Νίκου Καρούζου, αφιερωμένοι στον Σάββα Μιχαήλ.

(*Ο δρ. Αλ. Αρδαβάνης είναι ιατρός ογκολόγος διευθυντής στο αντικαρκινικό νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: