Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Ωσάν τίποτε άλλο να μην υπάρχει πια στον Πλανήτη…

FLASH στις 22/08/2020

Στο ημίφως της αδιαφορίας λιμοί, επιδημίες, πλημμύρες, πόλεμοι, πρόσφυγες, καρκίνοι φονιάδες…

Αλέξανδρος Αρδαβάνης* |> Η γιαγιούλα από το «πολύ όμορφο χωριό» έξω τη Δράμα γέρνει αποκαμωμένη το κεφάλι και βουρκώνει. «Ήμουνα μόνη μου γι’ αυτό το άφησα κι έγινε έτσι. Θυμήθηκα τον Διονύση, έφεδρο, να τρέχει φουριόζος νύχτα στις λάσπες της Τσατάλτζας ν’ αρραβωνιαστεί. Μα ο Διονύσης δεν είναι πια εδώ».

Η γυναίκα στο κρεββάτι της ανημπόριας κλείνει τα μάτια και μοιάζει να κοιμάται. Διαισθάνομαι πως δεν κοιμάται μα εθελοτυφλώνεται, να μη μας βλέπει να χορεύουμε Ζάλογγους χορούς και να ξεγλιστράμε μαζί της κάθε φορά από τον γκρεμό -τυχαία και όχι επιδέξια.

Μετά το ωράριο, για να ρεφάρω την πρωινή χασούρα, ανασκοπώ νοητά εποποιίες.

  • Μια εξηντάχρονη με επιθετικό καρκίνο προχωρημένο, με προσδόκιμο επιβίωσης δώδεκα μήνες με τις παλαιότερες θεραπείες· εναλλάσσοντας τρία μοντέρνα φάρμακα, ζει έξη χρόνια με πλήρη ύφεση και πλήρως λειτουργική.
  • Με προσγειώνει ο πενηντάχρονος με τη μεσογειακή αναιμία και καρκίνο ανίατο καθώς αποδέχεται σχεδόν με ενθουσιασμό κάποιες εκατοντάδες παραβιάσεις των ανατομικών φραγμών του βασανισμένου σώματος, υπό μορφή παρακεντήσεων· προσθήκη στις δεκάδες χιλιάδες τρυπήματα στα 50 χρόνια τυραννισμένης ζωής. Με χαμόγελο – «αν είναι να γίνω καλά, δε με πειράζει, συνηθισμένος είμαι». Μιλάει στον γιατρό που μουδιασμένος προτείνει έξη ακόμα μήνες θεραπείας· στον γιατρό που τρέμει τα τρυπήματα, όπως ο αδελφός του – «πάλι τρυπιές;». Ο αδελφός του που παρ’ όλες τις τρυπιές εξαφανίστηκε στο χωματένιο πέλαγος, σαράντα χρόνια μετά το ράλυ στις λάσπες της Τσατάλτζας.

Κάθε μέρα τόσες πληγές που ανοίγουν και ξανανοίγουν και με ξεματώνουν ύπουλα και αδιόρατα στα μάτια των ανέγγιχτων του χρόνιου Χαμού εδώ γύρω, εδώ που χάνονται, εδώ που χάνομαι κι εγώ αργά στη ρουφήχτρα της ανημπόριας μου να ανασύρω ναυαγούς.

Εν τω μεταξύ, πολλοί σερφάρουν στο διαδίκτυο γλεντώντας με τις παλινωδίες κυβερνώντων και χλιαρά αντιπολιτευομένων ενώπιον του Κοβιντιώνος. Ωσάν τίποτε άλλο να μην υπάρχει πια στον πλανήτη. Επιδημίες, λιμοί, πλημμύρες, πόλεμοι, πρόσφυγες, καρκίνοι φονιάδες… τίποτα, αυτά στο ημίφως της αδιαφορίας.

Αλλά τώρα χορεύουν στα λιμασμένα για γλέντι οπτικά πεδία τους. Μιλούν ψιθυριστά ή ουρλιάζουν, βρίζονται· σχεδόν βακχεύουν. Γελάνε τρανταχτά, διασκεδάζουν -τον φόβο τους ίσως ή «ανάγκη να ξεσκάσουμε αδελφέ, Αύγουστος είναι».

Κάνουν χιούμορ πολλοί. Όμως εγώ πια δε μπορώ. «Έχεις χάσει το χιούμορ σου», μου επισήμανε πριν χρόνια ο φίλος της όψιμης ενηλικίωσης.

«Ναι Γιώργο, μόνο που αυτό είναι που με έχει χάσει καθώς περιπλανιέμαι χρόνια σε τόπους Χαμού»…

Περιπλάνηση πρόσω, χωρίς μοχλό οπισθοπορείας. Είναι κατάρα να βλέπεις μακριά, επειδή αυτό σημαίνει πως είσαι πρεσβύτης μουδιασμένος· χωρίς επιστροφή, χωρίς γεύση, χωρίς αφή.

Γυρίζω εδώ γύρω. Εδώ που μου ξεσκίζει τα αυτιά από τον απέναντι θάλαμο, ο επίμονος υλακώδης βήχας του αρρώστου που, τόσες μέρες, δεν βρίσκουμε το λογγωμένο μονοπάτι να τον ανακουφίσουμε.

Γελάστε εσείς.

Κάθε αποκαμωμένος είναι ιερός. Εγώ εγκλωβισμένος σε φράκταλς. Ο ήλιος μια υποψία βεβαιότητας.

(*Ο λογοτέχνης κ. Αλ. Αρδαβάνης, είναι δρ. ιατρός ογκολόγος – διευθυντής στο νοσοκομείο “Άγιος Σάββας”

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: