Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

‘’Gracias por tanto!’’ του Στράτου Δουκάκη μέσα “Από το περιθώριο των λογισμών” του…

Το τέταρτο μέρος από το βιβλίο τού ανθρώπου που μετανάστευσε στη Βενεζουέλα και όταν παλιννόστησε θέλησε να της πει ένα ‘’ευχαριστώ’’

|> Σήμερα δημοσιεύεται το Δ’ μέρος από το βιβλίο “Από το περιθώριο των λογισμών” του Στράτου Δουκάκη. [Το Α’ μέρος ΕΔΩ, το Β’ μέρος ΕΔΩ και το Γ’ μέρος ΕΔΩ]

 Συνέχεια…

 

Προσωπικά ξεσπάσματα

Είναι εξομολογήσεις, απολογισμοί, αποστάγματα σκέψεων, σπαράγματα έμπνευσης ή μονόλογοι αν θέλετε, στον απόηχο των σιωπών που αιωρούνται μπροστά μου και μέσα σ’ αυτά βλέπω τη ζωή μου σε επανάληψη.

Προσωπικά ξεσπάσματα. Αυθόρμητες καταθέσεις με αρκετές δόσεις συναισθήματος, που γράφτηκαν κατά καιρούς από ανάγκη έκφρασης. Χρωστούμενα που ήθελα να τα βολέψω εδώ για να υπάρχουν. Πάντα θα βολεύεται η ανάγκη.

Αλφαδιά στη σκέψη

Διαβάζω ποίηση της Κικής Δημουλά. Χώνομαι ανάμεσά στις λέξεις, στα ωραιότατα επίθετα-πλουμίδια με τα οποία εκείνη στολίζει  τους στίχους της. Τρυγώ με τρυφεράδα και άκρατο θαυμασμό –απόδειξη της αγάπης μου προς αυτήν– τα «φωνήεντα και τα

υγρά σύμφωνα» που φέρνουν αλφαδιά στη σκέψη, δίνουν οξυγόνο κι απλωσιά στο συναίσθημα και μετατρέπουν το ταπεινό σε μεγαλειώδες. Κι όλο αυτό με βοηθάει να «συμπληρώνω» τα κενά του μυαλού μου, να πάρει ανάσες.

Υπογραμμίζω, ξεχωρίζω με τη σκέψη και σημειώνω κάποια σημεία με πρόθεση να τα μοιραστώ με δικούς μου ανθρώπους. Αν υπάρξει ανταπόκριση, έχει καλώς. Αν όχι, κάθομαι και σκέπτομαι ο αφελής και απευθύνομαι στον εαυτό μου: Πώς γίνεται κάποιες φορές να έχεις την ανάγκη, τη χαρά και ενδεχομένως την ανιδιοτελή αγάπη –παραμερίζοντας προς το παρόν, άλλα που σε βαραίνουν– να μοιράζεσαι εκείνα που είναι για σένα σημαντικά, έτσι απότομα που λιγόστεψες; Το χούι, βλέπεις, δεν κόβεται…

Δεν έχεις να πάρεις. Δεν έχεις να δώσεις. Και είναι τότε που ερμηνεύεις γεγονότα και ανθρώπους. Επιλέγεις και πάλι τη σιωπή. Κρύβεσαι στο άσυλο της ψυχής σου, ανάμεσα σε κάποια όχι και σε κάποια ναι, («αρμονία αντιθέτων») μες στη φλυαρία της μοναξιάς.

Κάτι σπάει μέσα σου και θρυμματίζει τον ιστό, το δεσμό, τη σχέση. Κάποιο συναίσθημα, πολύτιμο κι αναίτια κρυμμένο, αφήνει ένα δυσδιάκριτο ίχνος να στάζει… Έτσι γίνεται πάντα –γιατί έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, εναλλάσσονται– και η τροχιά της ζωής συνεχίζεται.

Είμαστε ευπαθείς και ευάλωτοι οι άνθρωποι, απροσάρμοστοι, θύματα του τυχαίου και του ατυχούς. Μια μικρή ασήμαντη πινελιά. Ίσως και μια απρόσεκτη πινελιά πάνω στον καμβά αυτού του κόσμου. Κομμάτια από την ύλη του. Μεγαλώνουμε, μικραίνουμε, σμίγουμε, χωρίζουμε, ανακατεύουμε λάθη και σωστά, ενισχύουμε –ή απορρίπτουμε– αντιλήψεις (ενδεχομένως κάπου να λαθέψαμε…) ψάχνοντας να βρούμε τις ανάλογες αντιστοιχίες ώστε να ταιριάξουμε το δικό μας λίγο με το δικό τους αρκετό.

 

Για ένα αδέσποτο ερωτηματικό

Ένα άπραγο ερωτηματικό που ο χρόνος είχε παραμερίσει, αφήνοντάς το στο κενό, παρεμβάλλεται, αιωρείται και… σαρκάζει. Ήταν να μην πάρει φόρα… Επιμένει, προκαλεί, ζητάει, πεισμώνει, αντιδρά, επαναστατεί, δεν ικανοποιείται, αλλά και… δεν υποφέρεται. Είναι απ’ αυτά που συνωστίζονται, κάποιες φορές, μέσα στην θολούρα μας «δι’ ασήμαντον αφορμήν».

Είπα να το ξεσκονίσω λίγο· να περισώσω τουλάχιστον τα προσχήματα. Από τότε ήθελα να το κάνω. Δεν το έκανα. Τότε θα είχε νόημα. Δεν το έκανα. Το κάνω τώρα, και ξέρετε γιατί; Γιατί από τότε που τρύπωσε λαθραία μέσα μου έχω την αγωνία του απροσδόκητου που ποτέ δεν σπιλώθηκε, ποτέ δεν συγχρωτίστηκε με τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής. Μου φάνηκε τότε –και είμαι σίγουρος τώρα– πως δεν ήθελε να με κάνει να νοιώθω κάποια υποχρέωση γι’ αυτά τα «υποτίθεται» που δημιουργούν έμμονες ιδέες και επίμονα συναισθήματα. Από εκείνα τα συναισθήματα τα οποία προσέτι είναι σύμμαχος και σύντροφος στη ζωή και ασπίδα προστασίας στα καθημερινά.

Συναισθήματα. Συγκινήσεις. Ψυχή! Πες τε το όπως θέλετε. Ας αφήσουμε μόνες τις λέξεις να ξεπλύνουν τα νοήματά τους. Τα πολλά ενδιάμεσα κουράζουν… Παρασύρθηκα. Καθυστέρησα, ναι. Μη μου χτυπάς καρδιά μου· ξέρω… Πάντα τα στοιχειώδη και αυτονόητα τελούν υπό αίρεση και σε κάθε περίπτωση υπό… καθυστέρηση. Δεν έχει πώς, ούτε γιατί. Ας μάθουμε, επιτέλους, ότι για να γιατρέψουμε μια πληγή πρέπει να πάψουμε να την αγγίζουμε…

Τελικά συμβιβάζομαι λέγοντας: δεν χάθηκε και τίποτα, ένα αδέσποτο –παρ’ όλη τη γοητεία του– ερωτηματικό ήταν. Απ’ αυτά που καταφέραμε να γεμίσουμε τη ζωή μας ξεχνώντας κάποια υπέροχα θαυμαστικά! Κι αν έχει τέτοια η ζωή, που να πάρει…

Εν τω μεταξύ, οι ώρες περνούν, γύρισε κάτω η μέρα. Νύχτωσε… Τραβάω την κουρτίνα μη και το ξαφνιάσει η «ασήμαντη παρουσία μου». Έχασα πλέον κάθε επαφή με το «αδέσποτο ερωτηματικό» μου. Έμειναν κάποια ξεχασμένα αγγίγματα να τάζουν όλα τους τα χάδια στα θαυμαστικά, να λογαριάζουν και να παζαρεύουν τις ξεθωριασμένες ενοχές τους. Για να σωπάσουν.

Αμήχανοι αποχαιρετισμοί ξεφλουδίζουν τη νύχτα. Ακούω τα αγκομαχητά τους. Φαντάζομαι την αμηχανία τους· δεν τη βλέπω, τη φαντάζομαι… Παραισθήσεις κι ανάσες μονολογούν και νανουρίζουν τα όνειρα για να με ταξιδέψουν… Μονολογώ κι εγώ μαζί τους συνειδητοποιώντας πως όλο αυτό δεν είναι παρά μια πρόφαση, μια μακριά προσμονή, αναμένοντας, το τι θα επακολουθήσει.

Νηστικός από λέξεις, συλλαβίζω ψευδίζοντας τους φθόγγους μιας λιγομίλητης εξήγησης. Μου φαίνονται τόσο φτωχές, τόσο μικρές οι λέξεις, που με τρομάζουν. Ξέρω, οι λέξεις διστάζουν δίχως άλλοθι κι ας λέει ο κόσμος… Ωστόσο βρήκαν καταφύγιο στην ψυχή μου. Στις πιο μοναχικές στιγμές μου έμαθα ποιος πραγματικά είμαι…

 

Τι άλλο θέλεις να σου πω…

Το διάβασα στα «Ετεροθαλή» του Οδυσσέα Ελύτη. Το υπογράμμισα κι έκτοτε η συγκεκριμένη φράση πρωταγωνιστεί έντονα στη σκέψη μου και με παρασέρνει σε αλλόκοτους συνειρμούς. «Λέω: κι αυτό θα ’ρθει. Και τ’ άλλο θα περάσει. Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι…». Ανάμεσα σ’ αυτό το «πολύ δε θέλει ο κόσμος» και σ’ αυτό «το κάτι» που επιθυμώ, δεν έχει μείνει τίποτα. Τίποτα που να θυμίζει κάτι!

Κάθε φορά που ξαναγυρνώ με τη σκέψη μου στις όμορφες στιγμές της ζωής μου, χαμογελώ. Με τις άσχημες κι αρνητικές μελαγχολώ, ζαρώνω. Πόσες χαρές και πόσες λύπες να χωρέσουν σε μια σκέψη;… Ωστόσο τις αφήνω μήπως και ξεπλύνουν τα όποια απωθημένα, τις όποιες ενοχές που με στιγμάτισαν.

Δε γίνεται, απ’ όλη μας τη ζωή, να επιλέγουμε μόνο τις στιγμές που ζωγραφίζουν χαμόγελα. Όλα έχουν το λόγο τους κι ο λόγος έχει λόγο, να λέγεται… Δε γίνεται να θυμάσαι και να συγκινείσαι μόνο απ’ αυτές.

Ανάμεσα στο χτες και στο αύριο, ανάμεσα στο όμορφο και το άσχημο δραπετεύω. Παρακάμπτω διαδρομές μήπως και σώσω ό,τι αγάπησα. Μέχρι δανεικά είμαι διατεθειμένος να ζητήσω από το «τώρα» –κι απ’ το «αύριο» ακόμη– προκειμένου να πληρώσω τα χρέη του «χτες». Όχι δεν είναι εύκολο. Κι ας επιμένει ένας Κουβανός φίλος λέγοντας ότι: το χειρότερο πράγμα που έχει το μέλλον, είναι το παρελθόν που μας περιμένει. Κι αυτό εγώ δεν το ξεδιάλυνα ποτέ…

 

Εμμονές…

Σκέτη ανακατωσούρα ήταν αυτό που αντίκρισα… Ανάμεσα σε τόσα παρατημένα πράγματα –σχεδόν άχρηστα– που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν τα πετάω, παρά τα κρατώ ανακάλυψα το παλιό κι αχώριστο σημειωματάριό μου. Θαρρείς κι αναστέναζε, χωμένο εκεί μες τ’ άλλα, τσαλακωμένο και τριμμένο απ’ τον καιρό. Είδα κι απόκανα να το φέρω στα συγκαλά του. Αυτό που κάποτε ήταν ο πανάκριβος θησαυρός μου! Όχι απλά πανάκριβος. Ανεκτίμητος!

Κι έτσι σήμερα, είπα να πιαστώ μ’ αυτό, να ξεφυλλίσω τις ακρωτηριασμένες σελίδες του και να ξαναδώ τις πολύτιμες σημειώσεις μου που τώρα τις έχω αραδιασμένες μπροστά μου.

Ανάμεσα στις παραγράφους, στις ημιτελείς φράσεις και στις δυσανάγνωστες λέξεις, χαρακωμένα –ακόμη και στα περιθώρια– ένα σωρό πολύχρωμα σημάδια: υποσημειώσεις σε όσα δεν έπρεπε να ξεχαστούν, κόκκινα βελάκια, έντονες υποδείξεις, ασύμμετροι αστερίσκοι, αγέρωχα θαυμαστικά, αφιλόξενες αγκύλες, σκυθρωπά ερωτηματικά και πιεστικές παρενθέσεις. Και… παντού, ανάκατες –κι ίσως παραπανίσιες– αυτές που με πιότερη σπατάλη μού άρεσε να βάζω: οι τρεις τελίτσες! Τα αγαπημένα μου άφωνα αποσιωπητικά…

Τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, τα έχω όλα μπροστά μου και σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ τι σήμαινε και τι εξηγούσε το καθένα απ’ όλα αυτά τα σημάδια που έβαζα. Μα, μου είναι αδύνατο. Κι αυτή η ανεξήγητη εμμονή μου στα αποσιωπητικά; Να υπονοούν, να συμβιβάζονται, να νοιάζονται, να προσπαθούν, να χάνουν και να χάνονται, έως ότου κερδίσουν την έγκρισή μου… Πόσα μπορείς να υπονοήσεις και… πόσα να χωρέσουν σε τρεις τελίτσες;

Τόσο απλό και τόσο αδιανόητα δύσκολο: η λογική μου να θέλει να κλείσω με τελεία και η καρδιά να επιμένει στα αποσιωπητικά… Γι’ αυτό λέω πως εμμονές μου δεν είναι μόνο τα υστερόγραφα, είναι και τα… αποσιωπητικά!

 

Υπό καθεστώς σύγχυσης

Όλα τα παραμέρισα… Ξανοίγομαι, πολλές φορές, περιπλανιέμαι αλλού και… ξελογιάζομαι με άλλα. Είναι στη φύση μου. Φίλοι μου και γνωστοί δικαίως ισχυρίζονται ότι το πάθος μου το έχασα και κάπου αλητεύει.

Ο χρόνος κυλάει, η ζωή περνάει κι εγώ με στίχους πορεύομαι, λογαριάζω και ξεπληρώνω τα χρωστούμενα. «Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω»… Όσο αδρανώ τον φέρνω στο μυαλό μου τούτον, τον επαναλαμβάνω και τον ψιθυρίζω σχεδόν κάθε μέρα. Κι έναν άλλο που τώρα τελευταία με «γρατζουνάει», τον κουβαλώ και ακουμπώ πάνω του: «ξεχείλισα απ’ όσα έχω μοιραστεί κι ένιωσα λειψός μ’ όσα έχω κρατήσει». Τον δανείζομαι –ποιητική αδεία– για το εβίβα της στιγμής και της περίστασης.

Πολλά μαζεύτηκαν. Πού να χωρέσουν και πού να τα στριμώξω; Υποχρεωτικά μένουν μέσα μου, ανίκανα να εκφραστούν. Δεν μιλάνε φαίνεται αλλού, μόνο σε μένα. Είναι ανόθευτα, διάφανα, τόσο ευάλωτα, τόσο ανάλαφρα και… συνάμα τόσο μικρά κι ακίνδυνα –συναισθήματα τα λένε– που κυβερνάν το μέσα μου, παλεύουν και στριμώχνονται στις χαραμάδες και στις ρωγμές. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτές…

Έχει δείξει στο χρόνο, πως οι επιλογές μου δεν με υπερασπίζονται, ωστόσο είναι οι αλήθειες μου. Ύστερες σκέψεις που αναιρούν προηγούμενες. Επιχείρημα τούτο, που, πολλές φορές, χρησιμοποιώ ως άλλοθι ή ως πρόφαση εν αμαρτίαις… Όχι μόνο φάσκω και αντιφάσκω, αλλά τελώ και υπό καθεστώς σύγχυσης όσο με κυριεύει η δημιουργική αγωνία.

 

Το μέτρο του καθενός μας…

Τι να είναι όλα τούτα που κάθε τόσο αποτυπώνουμε εδώ; Που τα εκφράζουμε ελεύθερα, χωρίς να διεκδικούμε, φυσικά, το αλάθητο; Που μας εκθέτουν και –όχι λίγες φορές– μας φέρνουν αντιμέτωπους με τον ίδιο μας εαυτό;

Τι άλλο να ’ναι παρά σκόρπιες στιγμές που βοηθούν να κάνουμε λίγο δική μας την μικρή μας ζωή. Στιγμές που έρχονται να ζεστάνουν και να δώσουν λόγο στη σκέψη. Λόγια και λέξεις που δεν βολεύονται μέσα μας, σπαρταράνε και… γίνονται απειροελάχιστες σταγόνες στην οθόνη του χαμένου μας χρόνου. Λευκά πανιά που αρμενίζουν και ταξιδεύουν εκεί που ποτέ δεν θα φανταζόμασταν.

Γι’ αυτό αξίζουν τα λόγια και οι λέξεις. Γιατί αποκαλύπτουν ψυχές και αισθήματα. Γίνονται καθρέφτες του μέσα μας κόσμου, εκεί όπου μπλεγμένα και ακατέργαστα συναισθήματα –όπως τ’ αφήσαμε, όπως τα καταχωρήσαμε στην καρδιά μας– αρνούνται να ξεθωριάσουν.

Σ’ αυτόν τον μέσα κόσμο αναμετριόμαστε και παλεύουμε καθημερινά να τον τιθασεύσουμε όπως μπορούμε ώστε να μείνει στα μέτρα και στα όριά του. Μάθαμε να μετράμε την αξία μας με τα μεγάλα κατορθώματα, τις γενναίες πράξεις, τα σπουδαία λόγια. Κάνοντας το λίγο πολύ παίρνοντας δύναμη απ’ το τίποτα.

Ανυποψίαστοι, αθώοι, απροετοίμαστοι για την μόνη φερέγγυα μονάδα μέτρησης… την αξία μας! Το πιο ακριβό αντίτιμο. Τα μεγάλα βήματα χρειάζονται προσοχή μεγάλη. «Η δρασκελιά σου όχι πιο πέρα από τον ίσκιο σου», λέει σε μια παράγραφό της η κυρία Καρυστιάνη. Αυτό είναι το μέτρο του καθενός μας.

 

Καθημερινές πτήσεις στο αλλού…

Κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου πεισματικά κλειστό να κάνει πίσω, ψάχνω απαντήσεις στις αγαπημένες μου υποσελίδιες σημειώσεις και σε εκείνες των περιθωρίων. Προσφεύγω στα όμορφα και τα σοφά του κόσμου. Έτσι προσπαθώ να προσπερνάω τα δύσκολα, που δυστυχώς είναι αμέτρητα. Αφήνω χώρο ελεύθερο να μπουν και να φωλιάσουν μέσα μου, στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στην καρδιά μου.

«Να χωρέσω το αχώρητο εφήμερο στο ευρύχωρο κενό μου».

Από εκείνη τη μέρα που αποφάσισα να δω τα πράγματα αλλιώς, άρχισα να σωπαίνω αφήνοντας τα λόγια δίχως φωνή και δίχως πνοή να συμπορεύονται σε παράξενες διαδρομές. Κάνω καθημερινές πτήσεις στο αλλού με σμήνη από σκέψεις να μεταναστεύουν και να σκορπίζουν δίχως σχόλια, απολογίες ή υποσχέσεις…

Όταν σώνονται οι κουβέντες, μιλούν οι αισθήσεις.

Τόσο εξοικειωμένος πια –ένα delete… δε θα το νιώσω, πιστέψτε με– μένω και επιμένω –με τον αποκωδικοποιητή της ακίνητης σιωπής μου στο ΟΝ– να μαζεύω και –με συμπτώματα στερητικού συνδρόμου– να διορθώνω όλα τα μικρά και ακατάστατα κομμάτια της «ασήμαντης παρουσίας» μου.

Εν τω μεταξύ, όσο αυτό διαρκεί, κεντρίζω τη μνήμη να θυμηθεί εκείνη τη συναισθηματική μελαγχολική κι απόμακρη μελωδία. Μια μπαλάντα, ξεχασμένη από καιρό, που κάνει τις νότες διαφορετικά να ηχούν και τους στίχους άλλα να σημαίνουν.

«Το μόνο που θυμάμαι πια, είναι τα μακριά σου δάχτυλα…

Ίσως να ήτανε οι σκιές που χόρευαν στους τοίχους, 

κι οι θόρυβοι του δρόμου οι μακρινοί»…

 

Ευαισθησίες…

Τις προάλλες μοιράστηκα, με επιλεγμένους φίλους, δυο λόγια για τον υπέροχο τροβαδούρο Λέοναρντ Κοέν που «έφυγε»… Δυο λόγια για ’κείνον κι ένα τραγούδι του, το Dance me to the end of love. Το άκουσα στο ραδιόφωνο με την είδηση της φυγής του και… δίχως υπερβολή, στριφογύριζε στο μυαλό μου, όλη μέρα.

Κάποιοι –να ‘ναι καλά οι άνθρωποι– μού απάντησαν εξαίροντας την ευαισθησία μου… Κι εγώ, θα ’θελα να πω, με την ευκαιρία, και να το θέσω καθαρά προσωπικά, πως δεν είναι κάτι ιδιαίτερο· είναι μερικά απλά πράγματα, πολύ απλά, που μ’ αγγίζουν και είναι αυτά ακριβώς που προκαλούν και κινητοποιούν την ευαισθησία μου. Αυτήν επικαλέστηκαν κι εκείνοι, απαντώντας στο «μοίρασμα».

Αυτό, ομολογώ, μ’ έκανε να σκεφτώ και να αναρωτηθώ: ποιος, άραγε, δεν ευαισθητοποιείται ακούγοντας ένα τραγούδι που τον αγγίζει, διαβάζοντας ένα βιβλίο, βλέποντας μια ταινία ή απολαμβάνοντας τις χαρές και τα όμορφα δώρα της φύσης;

Στέκομαι, ωστόσο, στο τραγούδι, στη μελωδία, στην ερμηνεία, στο στίχο… Ιδίως στο στίχο… Αν μ’ αγγίξει, του αφήνω χώρο, εισβάλει μέσα μου και μ’ αναστατώνει. Μου γρατζουνάει την ψυχή, κυριεύει και στοιχειώνει το νου. Με κάνει να νοσταλγώ. Ταυτίζομαι και… γίνομαι ένα μαζί του. Κι αν «άλλων είναι ζωές», εγώ το συνδυάζω με κομμάτια της δικής μου ζωής.

Πράγματι, είναι καταπληκτικό πώς γίνεται να δημιουργούνται τόσα διαφορετικά συναισθήματα, τόσες διαφορετικές εκδοχές από ένα και μοναδικό ερέθισμα;…

Έτσι μου συμβαίνει, κατά καιρούς, με τα τραγούδια. Έρχονται να μου ψιθυρίσουν κάτι σαν ικεσία, σαν… κάλεσμα για ξεσήκωμα. Συνωμοτώ! Τα δέχομαι και τα κουβαλάω μέσα μου. Γίνονται, ή μάλλον τα κάνω δικά μου, τόσο άμεσα και καταλυτικά που, αβίαστα και αυθόρμητα, καταφέρνουν να οριοθετούν και να σημαίνουν, να αγαλλιάζουν ή να πονάνε και να μου υπενθυμίζουν για λίγο –στη σκιά των αναμνήσεων– κάτι από καιρό χαμένο, αυτό που, ίσως κάποτε κυνήγησα και… δεν έφτασα.

«Τα τραγούδια που ακούω και μαζί τους πονάω,

άλλων είναι ζωές αλλά αυτά αγαπάω».

 

Απρόοπτη διαπίστωση

Έχω διαπιστώσει τελευταία, πως όλο και πιο πολύ θυμάμαι μόνο τα συναρπαστικά της ζωής μου και παραδόξως ξεχνώ, όλα τ’ άλλα, που όχι μόνο έχουν ξεθωριάσει αλλά σα να ’χουν διαγραφεί εντελώς απ’ το μυαλό μου. Θαρρείς και η λάμψη τους αργοσβήνει καθώς βυθίζονται όλο και περισσότερο στα σκοτεινά της θύμησης. Στου μυαλού τα θολωμένα.

Ανησυχώ –φοβάμαι θα έλεγα– πως είναι πολλά τα κενά του μυαλού μου… Το οποίο μυαλό, εμμένει να ρίχνει φως, ζωή και ενδιαφέρον στα σημαντικά –όσα σημαντικά τέλος πάντων έζησα– και να κάνει, ανενδοίαστα, τα στραβά μάτια στο φαινομενικά απλό, στη λεπτομέρεια, στο τάχατες ασήμαντο και τετριμμένο.

Δείχνει, όλα αυτά να μην βολεύονται πλέον εκεί μέσα. Κι ας τους έδινα εγώ τη σημασία που τους έπρεπε… Φοβάμαι πως το παραφόρτωσα, δεν αντέχει πρόσθετες επιβαρύνσεις∙ του φτάνουν όσες έχει.

Ωστόσο, θα πρέπει κι ας μη θέλω να υποστώ τις πιθανές συνέπειες, κάπως να το αποδεχτώ. Πόσο παράταιρο, αλήθεια, ηχεί αυτό το «κάπως» της κατανόησης, της αποδοχής και της συγκατάβασης. Μόνο που τα «κάπως» δε σώζουν… Αλλά, πέστε μου σας παρακαλώ, πώς γίνεται; Είναι διαπραγματεύσιμο;

Είναι προφανές ότι θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να το συνηθίσω, όπως συνηθίζει κανείς μια απαγορευμένη επιθυμία των κρυφών ανθρώπινων παθών και πόθων.

Ωστόσο ως αφελής, έχω μία απορία: εφόσον προσπαθώ να το διαχειριστώ έτσι, γιατί δε σωπαίνω; Γιατί έρχομαι, τόσο άνετα, να το ομολογήσω εδώ;

Έλα μου ντε…

 

Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας…

Κυριακή βράδυ, με τη βραδύτητα που μερώνει τον άγριο χρόνο παρακολουθώ ή μάλλον μετράω τ’ άστρα. Όπως κι ο Μέλιος του Λουντέμη. Όσα απόμειναν στον καθ’ όλα καθαρό ουρανό. Καταδεχτική νύχτα. Ιδανικό αντίδοτο στη γενική ξεραΐλα. Στιγμές που περνάν και χάνονται.

Σ’ αυτό το ενδιάμεσο της νύχτας –έρεισμα μνήμης και απαντοχής– μπερδεύονται οι σκέψεις με τις επιθυμίες κι εγώ αναλογίζομαι τη ζωή μου. Τη ζωή που δεν σταματά, προχωρά και μας σαρώνει… Και… είναι τότε που, θέλεις δε θέλεις, αντιλαμβάνεσαι πόσο έχεις μεγαλώσει, πόσο έχεις παλιώσει, πόσο έχεις ξεθωριάσει… Μαζί της.

Άλλες εποχές, σ’ ένα τέτοιο δικό μου «εδώ και κάπου», διάβαζα, έγραφα, σημείωνα τα ταπεινά κι ασήμαντα που κατά καιρούς έγραφα. Τώρα περιμένω να έρθουν μόνες τους οι λέξεις, οι φράσεις, τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα ρήματα κι οι στίχοι μέσα από τις σιωπές και τα απέραντα διαστήματα των άστρων.

Συνδέω αυτά τα κενά διαστήματα ανάμεσα στα άστρα και φιλοτεχνώ, με τη φαντασία κι έναν ιδιαίτερο τρόπο, εικόνες απ’ όσα έζησα κάνοντας τη ζωή μου θέαμα σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της. Και να σου στο μυαλό ο στίχος: «απ’ όλα μπορείς να σωθείς, εκτός από την νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό, που δεν το θυμάσαι» του αγαπημένου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Το τόλμησα –δεν είναι ιεροσυλία– το περίμενα.

Όλα, λοιπόν, εδώ (στο δικό μου εδώ) μπερδεύονται γλυκά κι ανώδυνα γίνονται εικόνες. «Το σωστό μέρος είναι εκεί που σταματάς να αναρωτιέσαι τι ώρα είναι». Και είναι ακριβώς τούτη η ώρα.

Νιώθω μια βαθιά ανάγκη να γεμίσω ξανά με κόκκινο κρασί το άδειο ποτήρι που άφησα δίπλα μου.

Υ.Γ. Ό,τι είπαμε απόψε εδώ, παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας.

 

Πρώτος ρόλος για μια ημιτελή παράσταση μέσα στη νύχτα

Πήγα να χαμηλώσω τη μουσική. Δυνάμωνε η ένταση, όσο δυνάμωνε στο κρεσέντο το σαξόφωνο του Johnny Ferreira στο Ain’t No Sunshine. Ήταν κι αργά. Ετοιμαζόμουν να τραβήξω τις κουρτίνες όταν είδα ξαφνικά να ξεπροβάλλει πίσω από το σκοτεινό βουνό μια λεπτή φέτα από φως που μεγάλωνε και στρογγύλευε όσο έμενα να κοιτάζω προς τα κει… Τώρα τι γίνεται; Κλείνεις το παράθυρο ενώ έξω έχει φεγγάρι; Δεν το κλείνεις. Γιατί;… Γιατί απλά ο φωτεινός αυτός δίσκος έχει τη δύναμη να σε ξελογιάζει, να σε κυριεύει και να μετατρέπεται συνάμα σε κάτι πολύ οικείο. Πιο οικείο απ’ ό,τι το φαντάζεσαι. Και… πιο φιλικό απ’ ό,τι το υπολογίζεις.

Ακόμη κι αν λίγα σύννεφα, στο διάβα τους, πεισματικά θαρρείς, πήγαιναν να το κρύψουν, ενόσω ο σκοτεινός ουράνιος θόλος μεταλλασσόταν κι άλλαζε χρώματα απ’ το γκρίζο στο μολυβί, εκείνο συνέχιζε να πρωταγωνιστεί και να υποδύεται τον πρώτο ρόλο σε μια ημιτελή παράσταση, μέσα στη νύχτα. Τώρα τι γίνεται; Αναρωτιέσαι και πάλι. Κλείνεις το παράθυρο ενώ έξω έχει φεγγάρι; Δεν το κλείνεις. Θέλεις να ξεδιαλύνεις όσα χορεύουν στο μυαλό σου, πασχίζοντας να πιαστείς από κάτι για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις το ανεξήγητο.

Το σαξόφωνο ακούγεται τώρα όλο και πιο χαμηλά. Είναι κι αργά. Το σκηνικό μιας ημιτελούς παράστασης, όπως και το «Ain’t No Sunshine», τελειώνουν. Τώρα τι γίνεται; Αναρωτιέσαι… Απλά υποκλίνεσαι και γίνεσαι μέρος τους.

 

Αυτή είναι η εποχή μας

Εδώ και καιρό –δεν είναι μυστικό, άλλωστε– δεν είμαστε πια οι ίδιοι, όπως ήμασταν. Μήτε οι σχέσεις μας είναι ίδιες. Στην αδιανόητη, αργόσυρτη θολή κι αφύσικη εποχή που ζούμε, έχουμε απομακρυνθεί –ιδίως τώρα– περισσότερο απ’ όσο η απόσταση που μας χωρίζει.

Αυτή είναι η εποχή μας.

Κάπου έχουμε εγκλωβιστεί στην απομόνωση και στη μοναξιά μας. Μπορεί να είμαστε πιο συνδεδεμένοι και ταυτόχρονα πιο μόνοι. Μπορεί να ανταλλάσσουμε ένα σωρό μηνύματα με τις διαδικτυακές επαφές μας, αλλά μας λείπει αυτή η γλυκιά επαφή με τα μάτια. Τα κοινωνικά δίκτυα, οι κάθε λογής οθόνες και τα καλώδια, μας έχουν επηρεάσει τόσο ώστε να έχουν γίνει πλέον η συντροφιά μας. Τα αφεντικά μας.

Αυτή είναι η εποχή μας.

Μπορεί να έχουμε περισσότερες πληροφορίες, αλλά μεγαλύτερη σύγχυση, περισσότερη ανοχή, λιγότερο σεβασμό, αλλά και εύκολες λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα. Κάποτε –και το πιστεύω– ήμασταν άτομα, τώρα δυστυχώς, είμαστε χρήστες… Αυτή είναι η εποχή μας, αυτό και το σύστημα που επιδιώκει να μας να μας κάνει να είμαστε αυτό ακριβώς: χρήστες και ακόλουθοι.

Γι’ αυτό, μια φορά στις τόσες, καλό θα είναι να γίνεται η απαραίτητη αποσύνδεση έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κορεσμός του συστήματος. Χρειάζεται να ξαναγίνουμε κανονικά άτομα.

 

Γίνεται κι αυτό; Να λοιπόν που γίνεται…

Είναι κάποιες μέρες που ο χρόνος, προκλητικά αυθάδης, επιμένει να γυρίζει ανάποδα στη σκέψη. Σαστισμένος, διστακτικός κι αμήχανος κοιτάζω πίσω και βλέπω μικρές πολύτιμες στιγμές μου να με ακολουθούν. Όλα όσα έζησα και μου ανήκουν έρχονται, θρονιάζονται και… γίνονται η συντροφιά μου. Αναμνήσεις μιας μνήμης άσβηστης που πάντα περισσεύει και ξεχειλίζει. Κι αναρωτιέμαι: Γίνεται κι αυτό; Να λοιπόν που γίνεται…

Τις προάλλες, έτυχε ν’ ανοίξω, για άλλη μια φορά, το κουτί των αναμνήσεων και επανέφερα στο φως ασήμαντα και ξεχασμένα αντικείμενα από τα πρώιμα χρόνια μου: φωτογραφίες, γραφτά, σημειώσεις και άλλα τινά. Έπιασα λοιπόν τον εαυτό μου να περιπλανιέται σε πέλαγα νοσταλγίας. Κι αυτή η νοσταλγία, ως συνήθως, περνάει από κάτι χαραμάδες… ένας Θεός το ξέρει. Κι όσο ο νους, στην ανακύκλωση της μνήμης, επεξεργάζεται τα δεδομένα, εγώ απεγνωσμένα προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ τους χρόνους που αφέθηκαν στους ώμους μου. Ξεκίναγε ο ένας, απόσωνε ο άλλος… Άστα, ας μην τα λέω…

Έτσι μεμιάς, λοιπόν, ήρθαν όλα αυτά και σκάλωσαν ακριβώς εκεί όπου –ξανά και ξανά– συναντάς ήχους, εικόνες, όνειρα, υποσχέσεις, όρκους, συναισθήματα, κλάματα, γέλια και δάκρυα να υποτάσσονται στα «πρέπει» και στους όρους που όρισε η ζωή. Όλα τα χαρτογραφημένα χθες όπου –όλοι θαρρώ– κρύψαμε τις χαρές και τις χάρες της παιδικής μας ηλικίας από κείνες τις αξέχαστες εποχές των «αλάλητων στεναγμών».

 

Τα τότε, τα τώρα και… τα ανέκαθεν

Βρίσκομαι –ενώπιος ενωπίω– αντιμέτωπος με όλο και περισσότερα «ναυάγια», φιλίας και σχέσεων. Σκληρή κουβέντα ξεστομίζω. Το ξέρω. Φιλία-σχέση, δυο έννοιες που σκιαγραφούν ένα ιδιαίτερο είδος, πιθανόν υπό εξαφάνιση στους καιρούς μας. Κι όσο μετράω τα ναυάγια όλο και πιο πολλά τα βρίσκω. Εδώ σαφώς δε χωράνε λογικές και υπολογισμοί. Κι όμως, το κάνω. Μεταμφιέζω τη σιωπή σε έγνοια, σε σκέψεις, λέξεις και απορίες. Απορίες που αναδίνουν περισυλλογή, αμήχανους αποχαιρετισμούς, μελαγχολία και… ένοχα αντίο.

Κατά καιρούς σκαρφιζόμαστε εμπόδια κι όλο ψάχνουμε να βρούμε κάτι δικαιολογητικά «δεν». «Δεν» που, ενδεχομένως, δεν μπορείς παρά να τα σεβαστείς. Οι οριακές καταστάσεις, έχουν οριακές καταλήξεις. Κάποιες φορές η καρδιά μάς μπερδεύει… Μήπως δεν αξίζει πια τόσο χασομέρι; Μήπως, λέω μήπως, όλους, μα όλους, μας έφθειρε η ανέξοδη αγάπη;

Κάθε που έρχεται αυτή η στιγμή, με το μυαλό γεμάτο από ακρωτηριασμένες και λειψές μνήμες, θλίβομαι. Θλίβομαι αλήθεια. Καμώνομαι τον αδιάφορο ενώ ο χρόνος θα συνεχίζει το έργο του, θα γυρίζει στα «κάποτε»… Σαν σελίδες κομμένες στοιβάζονται, χάνονται, επανέρχονται, διασταυρώνονται –και πια δεν ξεχωρίζουν– τα περασμένα, τα τότε, τα τώρα και… τα ανέκαθεν.

Ναι, καμώνομαι τον αδιάφορο. Μου συμβαίνει όλο και συχνότερα. Όσο μεγαλώνω, σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν αντίο στο δρόμο μας, μόνο κάποιες στιγμές χωρισμού. Τίποτα δεν τελειώνει αν εμείς δεν βάλουμε τελεία και παύλα, στη λέξη Τέλος.

Τελικά, ας πάει στο καλό κι αυτή η αδιαφορία.

 

Τι άλλο…

Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, τι άλλο να θέλεις.

Φτάνει να ξυπνούν χαμογελαστές οι μέρες κι ας έχει χίλιες δυσκολίες ο καιρός. Φτάνει να χαίρεσαι όσο γίνεται. Να γελάς όσο μπορείς. Να αγαπάς όλο και πιο πολύ. Να νοιάζεσαι για τους αγαπημένους σου ανθρώπους. Να νοιώθεις την τρυφερότητα και το συναίσθημα τριγύρω σου. Μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, μια ανάσα, ένα άγγιγμα. Έστω κι απόμακρα, έστω και λίγο. Τι άλλο…

Να έχεις γαλήνη για να μπορείς ν’ απολαύσεις το καλό και δύναμη για ν’ αντιμετωπίσεις το οτιδήποτε μέλλει να ’ρθει. Να μη σε σκιάζουν τα ζόρια της ζωής. Να ψάχνεις και να κρατάς τις καθημερινές όμορφες στιγμές. Όσο απλές, κι αν είναι. Μην αφήνεις να γλιστράει ούτε μια μέρα μες απ’ τα χέρια σου χωρίς να σε συνεπαίρνουν κάποια μικρά πράγματα: Ν’ απολαμβάνεις τον ήλιο. Την ανατολή και τη δύση του. Ένα λουλούδι, ένα κομμάτι ουρανού κι άλλο ένα θάλασσας. Άνοιξε πόρτες σε χώρους μαγικούς, διάλεξε τους καλύτερους στίχους για να διαβάζεις, την πιο όμορφη μουσική για ν’ ακούς και… να κοιτάζεις τα πιο γλυκά κι αθώα μάτια.

Τι άλλο…

Στην αμηχανία του χρόνου άδραξε αφορμές ν’ ονειρευτείς. Στη μοναξιά του εαυτού σου μη κλειστείς. Κράτησε μόνο λίγες στιγμές για τις γλυκές σου αναμνήσεις. Αυτές που απέκτησαν αξία μνήμης. Ξέχνα ό,τι σε πίκρανε. Στη θλίψη μην παραδοθείς. Κι αν χρειαστεί να κλάψεις καμιά φορά, μη κρατάς εκείνον τον κόμπο που σε πνίγει, Κλάψε. Κλάψε για κάτι που τ’ αξίζει. Για κείνους τους ανθρώπους που τώρα σου λείπουν. Που είχες την τύχη να τους έχεις κοντά και δίπλα σου. Και τώρα δεν υπάρχουν. Τι άλλο…

Να έχεις τις απόψεις σου και να σέβεσαι τις απόψεις των άλλων. Ποτέ μην προδώσεις «τα πιστεύω» σου. Υπάρχει κάθε στιγμή στις άπειρες λεπτομέρειες, ας χρησιμέψουν σε κάτι. Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι. Τι άλλο…

 

Να φυλάξουμε καλά το μέσα μας…

Σκοτείνιασε… Κρυμμένη στο σκοτάδι της η νύχτα… Ψυχρές αέριες μάζες συντροφεύουν ένα γύρω τις ερημιές. Κίτρινα φύλλα πέφτουν απ’ τα δέντρα, σεγκοντάρουν και συνοδεύουν τις σκόρπιες σκέψεις που γυροφέρνουν το μυαλό μου. Ταξιδεύουν αμέριμνα οι στιγμές συντονισμένες στην ίδια τη συχνότητα με τα συναισθήματα κι από μόνες τους γίνονται προσευχή. Προσευχή και παράκληση με προορισμό την ψυχή.

Ψηλά, μέσα στα σύννεφα αιωρείται μια θεόρατη πανσέληνος που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει απ’ την αυγουστιάτικη. Κι όπως εγώ, με θαυμαστικά λογαριάζω τα φεγγάρια, λέω πως κάποια φτιάχτηκαν με μόνο σκοπό να μας θυμίζουν πώς είναι να στρέφεις το κεφάλι και να κοιτάς ψηλά. Έστω και μια φορά στο τόσο… Κι αν δεν ταιριάζει με την εποχή, είναι από αυτά που τα πιστεύεις πιότερο από τόσα άλλα που κυκλοφορούν. Κι ο χρόνος, καταμεσής του δρόμου, ανυποψίαστα άδειος, να σου δείχνει πως με κάτι τέτοια δεν ξεμπερδεύεις εύκολα.

Κάνει κρύο έξω, ιδίως τα βράδια και… τα πρωινά, που κάνουν το θερμόμετρο να βυθίζεται σχεδόν στο μηδέν. Μπορεί και να χιονίσει, λένε… Ε, χειμώνας είναι, αν δεν χιονίσει τώρα, πότε…

Προσοχή χρειάζεται! Να φυλάξουμε καλά το μέσα μας. Να κάνουμε την καρδιά μας να χτυπά, με χάδι να ανασαίνει. Να φτιάχνει κλίμα. Να κάνει το χωριστά μαζί. Ζεστά. Απλά. Και όμορφα! Αυξήθηκε επικίνδυνα, θαρρώ η Μοναξιά γύρω μας.

Υ.Γ. Έζησα για χρόνια έξω, σε τόπο όπου το καλοκαίρι διαρκούσε 12 μήνες. Μακάρι να (μπορούσε να) ήταν έτσι κι εδώ.

 

 Διστάζω…

Κάποτε επιχείρησα να απομονωθώ για να καλύψω σιωπές που τρομάζουν. Μέσα στην αδειοσύνη μου –απροσδιόριστη κι όμως συγκεκριμένη– θέλησα να επιβάλω μια ιδιαίτερη πειθαρχία στον εαυτό μου. Σωπαίνω αφήνοντας τα λόγια σχεδόν δίχως ανάσα. Ο παραμικρός ψίθυρος, ο παραμικρός αναστεναγμός, ήθελα ν’ ακούγεται και να γίνεται χάδι στα αυτιά… Έτσι έμαθα να αποκρυπτογραφώ τις επίμονες σιωπές που, για καιρό, μου στάθηκαν μια μεγάλη συντροφιά.

Διστάζω να γράψω για κείνη την περίοδο που, ακόμη και τώρα, παρελαύνει μπρος τα μάτια μου και δε λέει να σβήσει, να χαθεί… Όλο τούτο με γεμίζει με αναστολές και φόβους. Περιφέρονται, άνω, κάτω, ευθέως και πλαγίως, ανέκφραστες απορίες και διάσπαρτες δικαιολογίες… Ασυγκράτητο το συναίσθημα. Ίσως και να υπερβάλλω, να… δίνω τεράστιες διαστάσεις στο πρόβλημα. «Δεν είναι ανάγκη να γράψεις γι’ αυτά, τι σε φορτώνω καημένε»; Απευθύνομαι σε μένα…

Το θέμα είναι ότι η ζωή είναι αρκετά περίπλοκη για να μπει σε φράσεις, παραγράφους και κεφάλαια. Αλλά πώς να γίνει και αλλιώς όταν όλα ξεθωριάζουν, όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής. Αφήνω λέξεις, φράσεις, προτάσεις, διατύπωση σκέψεων, τονισμούς και παύσεις να χορεύουν στο μυαλό μου, να εξατμίζονται χωρίς ν’ αφήνουν ανάμνηση. Κι όμως το βλέμμα εκεί: στα υπογραμμισμένα και στου περιθωρίου τις ακατάστατες σημειώσεις.

Η λάμψη τους αργοσβήνει καθώς βυθίζονται όλο και περισσότερο στα βαθιά και σκοτεινά της θύμησης. Το περίβλημα έχει σκληρύνει, δεν είναι πια τόσο διάφανο. Είναι και θλίψη και φόβος, και θάρρος και κουράγιο, και… προκατάληψη. Του ανθρώπου οι ατέλειες! Μια ακόμα συγκίνηση. Κι αν είναι χιλιάδες οι λέξεις που πρέπει να ειπωθούν, εκατοντάδες τα νοήματα που πρέπει να εκφραστούν, αλίμονο, είναι άδικο όλα να συνοψίζονται στη σκληρή διαπίστωση: «Διστάζω»!

Ούτε μια λέξη δε θα πω. Εδώ τελειώνουν οι λέξεις. Πέρασε κι η ώρα. Πότε πήγε πάλι τρεις;…

 

Είναι κι αυτό μια λύση…

Αυτές τις μέρες είπα να «ξεσκονίσω» κάποια απ’ αυτά που, κατά καιρούς, έρχονται εντελώς τυχαία –ασορτί με το τίποτα– και ξεδιπλώνονται μπροστά μου. Εν γνώσει μου τότε, τους είχα παραχωρήσει το δικαίωμα διόδου στο αδιέξοδο του μυαλού μου. Ασφαλές καταφύγιο. Ήταν κάθε λογής πολυποίκιλα ερεθίσματα, όπως ένας τυχαίος στίχος, μια τυχαία σκέψη, ένα τυχαίο τραγούδι που έτυχε να παίζει τυχαία… Μια… ανέλπιστη ευχή,  κάτι τέτοια τέλος πάντων. Κι αφού δεν είχα πρόχειρο χαρτί, μήτε μολύβι να τα σημειώσω, συνήθιζα να τα «παρκάρω» στα μικρά και ακατάστατα του μυαλού. Προσωρινά! Πόσο προσωρινά; Άγνωστο. Μέχρι να τα χρειαστώ.

Καημό μεγάλο το ‘χω, όσες φορές, χρειάστηκα μια από αυτές τις αταξινόμητες λεπτομέρειες παρκαρισμένες, στρυμωγμένες και μπερδεμένες, τόσο περίτεχνα με άλλα συσσωρευμένα, για κάποιο λόγο, δεν τις βρίσκω. Η αγωνία του «μου έρχεται, μου έρχεται…» να γίνεται επιτέλους «ήρθε», που δεν γίνεται, μου σπάει τα νεύρα. Το μυαλό, πάντα με τα γνωστά πεισματάρικα καμώματά του… Το διαπιστώνω, κάθε φορά που θα χρειαστεί  να επαναφέρω ένα οποιοδήποτε από τα «θησαυρισμένα», στην επιφάνεια, έστω λειψό, ή πριονισμένο. Σχεδόν αδύνατο, δεν το καταφέρνω.

Σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση. Οπότε σαν ένα τίποτα στο τίποτα φευγάτο, μη έχοντας τι άλλο να κάνω, προσπαθώ να ηρεμήσω και να συγκεντρωθώ. Σε τι μπορώ να ελπίζω; Απλά, μεταθέτω τα νεύρα και την αγωνία μου στα αζήτητα και ψάχνω εκεί που υπάρχει –πάντα στα δύσκολα– η λύση! Στη μαγεία του χαμόγελου. Στην τσακισμένη σελίδα!

 

Μικρές σκέψεις και μεγάλες αλήθειες

«Συνήθως, ό,τι εξαφανίζεται δεν χάνεται. 

Αναστέλλει απλώς την παρουσία του»…

Παλιννοστώ λοιπόν –όπως όφειλα– εν πλήρη εναρμόνιση, να διαβώ σε τούτα τα μέρη τα γνωστά που ‘χω να τα δω πάνω από μήνα. Επιστρέφω να δω τι άφησα στη μέση. Είναι θα έλεγα –και μάλλον είναι– η απαρχή μιας νέας πορείας χωρίς –εύχομαι και ελπίζω– ημερομηνία λήξεως… Κι ας επιμένει το γνωμικό πως «ό,τι ξεθωριάζει θα σβήσει, ό,τι πονάει θα κλείσει και ό,τι αξίζει θα (πρέπει) να ζήσει».

Όλο αυτό τον καιρό –με τη μανία που με κυριεύει να αναζητώ– μπαινόβγαινα στο αχανές ορυχείο της ανάγνωσης όπου –ξεφυλλίζοντας, παραφράζοντας και αντιστρέφοντας νοήματα– πλούταινα ολοένα τις σημειώσεις μου με πολλά και διάφορα, σ’ ένα καλοκαίρι που πάει ν’ αρχίσει κι όλο το… αναβάλει.

Όχι, δεν αρνούμαι ότι: το να βρίσκομαι και να τραβολογιέμαι εδώ μέσα πάντα γεννούσε, γεννά και θα γεννά σε μεγάλες δόσεις δυνατά συναισθήματα τα οποία δεν μπορώ μήτε να κρύψω, μήτε να διαχειριστώ. Όσο κι αν το συγκεκριμένο επιχείρημα, πολλές φορές, το χρησιμοποιώ ως άλλοθι ή ως πρόφαση εν αμαρτίαις, ηχεί τετριμμένο, εντούτοις επιμένω και… καθόλου δεν υπερβάλλω, πόσο μάλλον από τη στιγμή που το κάνω εν γνώσει μου.

 

Επειδή, για κάποιο λόγο…

Γήινα χρώματα, όπως και η ζωή. Συνωμότησαν, συνταίριαξαν και έκρυψαν μυστικά. Κι όταν δεν μπορείς να δείξεις τα «χρώματα» του απόρρητου, «παίζεις» με τα «τραυματισμένα» χρώματα της εικόνας σου και… τ’ αφήνεις απλά να σε παρασύρουν. Αλλιώς χάνεσαι… Εδώ τα λόγια, φοβισμένα σωπαίνουν. Εδώ μετράει πολύ το σιγανό, το μακρινό και το ελάχιστο. Η παράκαμψη που σώζει.

Επειδή δε βρίσκω λόγια να κρυφτώ απ’ τον κρυμμένο εαυτό μου. Επειδή δεν ξέρω αν μπορώ να τον σώσω με μπερδεμένα χρώματα κι αφηρημένες έννοιες. Επειδή τα πάντα αλλάζουν, επειδή ο εγωισμός, επειδή το μέτρο, επειδή τα «εγώ», τα «εσύ», τα «εμείς», επειδή τα πάρε-δώσε. Επειδή ο χώρος και ο χρόνος, επειδή οι φίλοι, επειδή η απομόνωση, τα σύνορα, το ψέμα, οι επαφές, οι φιλοφρονήσεις, το περιτύλιγμα, η άγνοια, το ανομολόγητο. Επειδή η θολή, ξεθωριασμένη μνήμη σιωπηλά αργοσβήνει τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής.

Όταν σώνονται οι κουβέντες και δένονται στον αβίαστο ρυθμό μιας ανάσας, τότε –δίχως απολογίες ή υποσχέσεις– μιλούν τα μάτια στ’ άλλα μάτια… Τα χρώματα είναι η τροφή των ματιών κι αν το ύφος μαρτυρά το σκίρτημα μιας ενδόμυχης ματιάς, της δικής σου ιδιαίτερης ματιάς άκρως ευαίσθητης που χορτασμό δεν έχει, τότε ούτε μια λέξη δε θα πω. Ας πάμε παρακάτω και παραπέρα.

Θα ήθελα, ωστόσο, για όλα αυτά και άλλα τόσα, να ψιθυρίσω μόνο μια φευγαλέα –ασυμβίβαστη και πολύ μόνη τελευταίως– ευχή: «Ας χρησιμέψουν σε κάτι οι αμαρτίες μας…». Όλοι το έχουμε ανάγκη.

 

Καθρέφτης η θολωμένη εικόνα μας…

 Μπορεί να ζορίζεται ο νους καμιά φορά, αλλά είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα ξεμπλοκάρει όταν ανοίγεις το πρόχειρο μπλοκάκι με τις σημειώσεις, αυτές που έχουν τη δυνατότητα –και βοηθούν– να ξεκλειδώσουν σκέψεις. Είναι πράγματι εκπληκτικό να διαπιστώνεις το πόσο εύκολα ξηλώνεται το νήμα των συλλογισμών έτσι και φύγει ο πρώτος πόντος… για να παραφράσω έναν φίλο. Ξέρει εκείνος…

Είναι και το άλλο… Κάτι που εδώ και καιρό, σκιάζει, παρασέρνει το μυαλό και σπέρνει ερωτηματικά και ανησυχίες. Είναι τα τείχη που ξαφνικά και γενικά σηκώθηκαν κι έκοψαν τη θέα. Κι αυτό σιγά σιγά θαρρείς και γίνεται κρούστα, κάτι σαν τη σκουριά πάνω στις βυθισμένες άγκυρες. Γίνεται κόμπος. Κόμπος λύπης. Κρυσταλλώνουν τα λόγια, δεν φτάνουν για να τον λύσεις, πολλώ δε μάλλον να περιμένεις να τον λύσουν οι άλλοι.

Ο καθένας, –είναι προφανές πλέον– παίρνει και κουβαλάει στις αποσκευές του ό,τι μετράει μόνο γι’ αυτόν. Τι μένει και τι αξίζει τελικά; Στους επάλληλους κύκλους των μονολόγων μας, σαν να μην έφταναν αυτά τα τείχη, βάλαμε κι ένα πλεχτό για διαχωριστικό. Τα δε κενά που αφήνει το πλεχτό μαρτυράνε τη θολωμένη έτσι κι αλλιώς εικόνα μας.

Το να αφήνουμε τους άλλους να κοιτάζουν –και να διαβάζουν– το μέσα μας, είναι δικαίωμα του καθενός μας. Ενδεχομένως, έχουν και τη συγκατάθεσή μας.

Εν ολίγοις: Σε κάθε κείμενο υπάρχει, νομίζω, πολύ δόσιμο. Παλεύουμε, με κάθε τρόπο κι όπως μπορούμε, να ξεφύγουμε από τη μετριότητα, συντηρώντας αυτή τη ζωογόνα ψευδαίσθηση ζωντανή. Κι αυτό είναι ένας επιπρόσθετος λόγος που όλη αυτή η εικόνα –τουλάχιστον έτσι μπορώ να το ερμηνεύσω– αντανακλά στο βλέμμα του αναγνώστη κάνοντας το πρόσωπό μας να γίνεται  ο καθρέφτης μας.

 

Είχε λόγο το αφιλότιμο…

Πώς γίνεται να σταματήσεις το μυαλό να ονειρεύεται, όταν αυτό επιμένει; Κι όμως έχει λόγο το αφιλότιμο. Κι ας είχα ορθάνοιχτα τα μάτια και τις αισθήσεις στον αέρα… «Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά γιατί του φόβου τα πλεχτά τα δείχνουν όλα στη ζωή μας γκρίζα». Με στριφογύριζε ο στίχος… Και η «ασήμαντη παρουσία μου», χαλαρά στην πολυθρόνα του μπαλκονιού, αναζητεί απεγνωσμένα λίγη δροσιά. Το παράκανε η ζέστη. Χτύπησε κόκκινο! Μάλιστα στα δελτία καιρού της έδωσαν και ονοματεπώνυμο: «αφρικανικός καύσωνας»!

Ανάμεσα στην απλωσιά των σκέψεών μου, σαν λεπτή μεταξωτή κλωστή, ακάλεστη εισβάλει και… με καθηλώνει μια νοσταλγία. Μια νοσταλγία για θάλασσα γυρεύει εξόφλησηΔεν ταιριάζει με την ώρα που δείχνει το ρολόι. Κοντεύει μεσάνυχτα. Αποκλείεται! Τέτοια ώρα; Αδύνατο! Ακόμη κι ένας περίπατος φαντάζει το ίδιο αδύνατος κι ας μοσχοβολούν διστακτικά τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα της γειτονιάς. «Ξεφλουδίζουν» κυριολεκτικά τη νύχτα. Βλέπετε, κάποια καλέσματα δε γνωρίζουν από χρόνο. Κι εγώ, «πού να βρω την ψυχή μου;»…

Τώρα ναι, δεν έχω άλλη επιλογή: κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι. Κι ας γίνει τ’ όνειρο ταξίδι και ευχή. «Κλείνω τα μάτια και η θάλασσα είναι άδεια, τα καλοκαίρια μόνο ήξερα να ζω. Τόσα φιλιά, τόσα νησιά, τόσα καράβια, πού είναι τώρα που τα θέλω να πιαστώ».

Έτσι κι αλλιώς δεν ξεμπερδεύεις εύκολα με τα όνειρα. Σβήνουν πριν ξημερώσει. Το έλεγα και στην αρχή: είχε λόγο το αφιλότιμο…

 

Λαμπυρίσματα είναι…

Από την ηδυπάθεια του μεσημεριού στη μελαγχολία του απογεύματος κι από τη γεύση που αφήνει το αργοπορημένο δειλινό με τις πορφυρές ανταύγειες του, στο λυπημένο αντίο μιας μέρας που τελειώνει.

Νύχτωσε πια, κάποια στιγμή μου φάνηκε πως σώπασαν και τα τζιτζίκια. Κάπου διάβασα ότι αυτά σωπαίνουν γιατί είν’ η ώρα που αγαπιούνται. Μόνο μια φορά σ’ όλη τους τη ζωή. Κι ύστερα, λένε, πεθαίνουν. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει… Τι κρίμα… Πόσα θα ’δινα ν’ αργοπορούσε κι άλλο αυτή η ευλογημένη ώρα της αγάπης… Ξεχάστηκα και είναι αργά…

Λίγο πριν τον ύπνο –συνήθεια παλιά– κάνω κρυφή εξομολόγηση στον εαυτό μου. Εξευμενίζω όλες τις κακές σκέψεις, τη μια πίσω απ’ την άλλη, για να επιβάλλω την αλαφράδα της ξεγνοιασιάς. Απλώνει ο νους, στριμώχνει κι άλλα μέσα, ξένα, δικά μας, της ψυχής και της ζωής. Εισπνέω μαγεία, εκπνέω πραγματικότητες.

Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο εισβάλει έντονα η μεθυστική ευωδιά των πρώιμων γιασεμιών. Ένα κομμάτι έναστρου ουρανού –όσο φαίνεται– με ταξιδεύει στο αχανές του. Μόλις που ακούγεται –σφύριγμα επαναλαμβανόμενο– το θλιμμένο λάλημα του γκιώνη. Χαρακτηριστικό άκουσμα στις νύχτες του καλοκαιριού. Αφήνομαι…

Πώς να νανουρίσεις τη στιγμή να γλυκαθεί η νύχτα; Βρες μια δικαιολογία, βρε αδερφέ, ένα άλλοθι, κάτι· συμπόρευση να βαφτιστεί στ’ ανήμπορα. Βρες λόγους να ξεμπλέκουν τ’ αμήχανα σκαλώματα.

Λαμπυρίσματα είναι οτιδήποτε ακουμπάμε με ψυχή για να ριζώσει, να θεριέψει και να γενεί όνειρο.

 

Μια πολύχρωμη πραγματικότητα
καθώς ρεμβάζω τον ήλιο να χάνεται…

Ανίσκιωτες φωτοχυσίες τα αποχαιρετιστήρια χρώματα του δειλινού, τέτοιο καιρό, συνδυάζονται και αναμειγνύονται στο βάθος του ορίζοντα. Εικόνες που κάνουν τη θέα να μοιάζει με οφθαλμαπάτη και σπρώχνουν τη σκέψη μου στα χρόνια της πρωτόβγαλτης εφηβείας.

Τότε, θυμάμαι, προσπαθούσα, ανάμεσα σ’ εκείνα τα χρώματα, να διακρίνω το εμβαδόν μιας ψυχής που δεν έλεγε ν’ αφήσει σε ησυχία το μυαλό μου. Πάντα η ίδια οπτασία… Είναι κάτι τέτοιες μέρες σαν και τούτες που επιστρέφει το σκηνικό σαν ληγμένη ομορφιά, σαν υπόθεση χωρίς επίλογο.

Συνθηκολογώ με τη σκέψη στο ενδεχόμενο να βρω, μέσα σε τούτον το νωθρό ρυθμό που μας επιβάλλει η καθημερινότητα, άλλες εναλλακτικές διαδρομές προκειμένου να αποφύγω τη μονοτονία που φέρνει η επανάληψη. Δεν πάει το χέρι μου να γράψω ρουτίνα… Ας το γράψω… η ρουτίνα (και… η επανάληψη).

Πόσο χρώμα ακόμη –επιτρέψτε μου την υπερβολή και ενδεχομένως την ιεροσυλία– θα χρειαστεί να σπαταλήσει ο Θεός στον ορίζοντα –δώρο της απλοχεριάς και της μεγαλοσύνης Του– προκειμένου να καλύψει μια ανάμνηση που με τα χρόνια, για να πω και την αλήθεια, πήρε τη θέση της στο ερμάριο της μνήμης

Εικόνες και σκέψεις που ανακλήθηκαν αβίαστα και αυθόρμητα καθώς ρεμβάζω τον ήλιο να χάνεται στο βάθος… Μια πολύχρωμη πραγματικότητα μέσα σε μια τεράστια σιωπή. Ενδεχομένως, κανένα κείμενο, καμιά τεχνική δεν θα μπορέσει ποτέ να την αποδώσει.

(Συνεχίζεται…)

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: