Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

‘’Gracias por tanto!’’ του Στράτου Δουκάκη μέσα “Από το περιθώριο των λογισμών” του…

Το τρίτο μέρος από το βιβλίο τού ανθρώπου που μετανάστευσε στη Βενεζουέλα και όταν παλιννόστησε θέλησε να της πει ένα ‘’ευχαριστώ’’

|> Σήμερα δημοσιεύεται το Β’ μέρος από το βιβλίο “Από το περιθώριο των λογισμών” του Στράτου Δουκάκη. [Το Α’ μέρος ΕΔΩ και το Β’ μέρος ΕΔΩ].

 Συνέχεια…

Άσ’ το, δεν θα το καταλάβεις…

Έχω «κολλήσει», εδώ και λίγο καιρό, με τα σκονισμένα και μονάκριβα ευαίσθητα νοσταλγικά μου συναισθήματα για τον τόπο όπου έζησα για πολλά χρόνια. Όλο και γέρνει η καρδιά μου προς τα κει. Κι εγώ ποτέ δεν σταμάτησα να την ακολουθώ. Όσο περνούν τα χρόνια, το επιζητώ, το έχω ανάγκη. Λες κι είναι αυτό που τα μάτια μου ολοένα ψάχνουν. Στ’ αλήθεια, έτσι νιώθω… Προφανώς, με τα χρόνια, σίγουρα θα πρέπει να έχω γίνει ακόμη πιο ευαίσθητος. Σάμπως μετριέται η ευαισθησία;

Νιώθω να με κατακλύζουν εκ νέου τα παλιά. Φαίνεται ότι δεν ξεδιψάω εύκολα εγώ. Υποθέτω πως κι άλλοι θα είναι κάπως έτσι, αν και πιστεύω πως στα ευαίσθητα θέματα, γενικά, δεν έχουμε όλοι τους ίδιους κώδικες.

Τώρα ζω με ό,τι περίσσεψε κι ό,τι θυμάμαι. Η εποχή, εκείνη που τα όνειρα νόμιζα πως θα κρατούσουν για πάντα, μ’ έχει σημαδέψει και… τα σημάδια μένουν! Μπορεί να άλλαξαν τα πάντα μέσα μου –και βέβαια άλλαξαν– ωστόσο, στο παραμέσα στριφογυρίζει και με καρφώνει ο στίχος: «Μονάχα αυτό κατάλαβα απ’ όλο το ταξίδι πως όσο αλλάζουμε ζωή, τόσο μένουμε ίδιοι»… Ένα συναίσθημα είναι… Το συλλογίζομαι, το αναμετρώ και το λογαριάζω.

Η μνήμη, όπως λέει ο φίλος μου ο Πέτρος Μ., έτσι και δεν σβηστεί, πάντα βρίσκει δρόμους να φανερώνεται. Το παν είναι να ανοίξεις μια ρωγμή και να χωθείς μέσα… Αυτή ακριβώς, την ανεξήγητη επιμονή μου να λύσω προσπαθώ. Ένα συναίσθημα είναι… Άσ’ το, φίλε, δεν θα το καταλάβεις…

 

Άνθρωποι

Με τον καιρό συνειδητοποιούμε ότι κάποιοι άνθρωποι που γνωρίσαμε, στο διάβα της «μετρημένης μας ζωής», διαδραμάτισαν επάνω μας έναν καθοριστικό ρόλο. Κάποιοι μας συμπάθησαν και μας αγάπησαν (περίσσευε τότε η αγάπη). Μερικοί θέλησαν να μας δοκιμάσουν, άλλοι να μας χρησιμοποιήσουν κι άλλοι να μας διδάξουν. Μας εμφύσησαν –έμμεσα και απαλά– συναισθήματα, ιδανικά, αξίες και αλήθειες.

Ωστόσο, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνους που, παρ’ όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, επέλεξαν όχι μόνο να μας αγαπήσουν, να μας διδάξουν αλλά και να μας βοηθήσουν ώστε να βγάλουμε από μέσα μας έναν καλύτερο εαυτό.

Σφίγγω συχνά τη μνήμη και τους φέρνω πίσω γιατί –δίχως καμιά αμφιβολία– τους θεωρώ ξεχωριστούς!

Δεν τους μετρώ, γιατί απλά είναι ευλογία να τους έχεις…

Σφίγγω συχνά τη μνήμη και φέρνω πίσω κάποιους ανθρώπους τους οποίους –δίχως καμιά αμφιβολία– θεωρώ ξεχωριστούς! Έρχονται από σύμπτωση στη ζωή μας κι είναι απ’ αυτές τις συμπτώσεις που δεν τις ψάχνουμε· συνήθως έρχονται και μας βρίσκουν. Έρχονται σιωπηλά, με βήματα απαλά, στα ακροδάχτυλα σχεδόν, σα να μη θέλουν να τρομάξουν την ψυχή μας, να ξυπνήσουν φόβους και υποψίες. Μας απευθύνουν το λόγο με τρυφερότητα και ευγένεια κι αγγίζουν την καρδιά μας με αγάπη. Κι αυτή η αγάπη μετουσιώνεται σε στοργή, αφοσίωση και νιάσιμο! Δέχονται τα λάθη και τις ατέλειές μας, βάζουν τις δικές τους καθοριστικές πινελιές κι ανεπαίσθητα δενόμαστε μαζί τους χωρίς να το πάρουμε είδηση. Πώς γίνεται αυτό; Να όμως που γίνεται…

Σφίγγω συχνά τη μνήμη και φέρνω πίσω κάποιους ανθρώπους. Που φροντίζουν με τον καλό το λόγο να σου βγάζουν το συναίσθημα και του μυαλού τα θολωμένα. Καρδιές που με τον καιρό, μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα. Ωσεί παρόντες στη ζωή μας. Τους αποκαλούμε φίλους και… είναι τόσο σπάνιο στις μέρες μας.

Αν ξέρανε, αλήθεια, πόσο πολύ μπόλιασαν –με τη στάση τους– τη σκέψη μου και την ψυχή μου. Αν ξέρανε πόσο «ξεκλείδωσαν» με τον τρόπο τους την καρδιά μου και… την έκαναν δική τους. Σχεδόν συγγενέψαμε!

Με τον καιρό συνειδητοποιούμε ότι κάποιοι άνθρωποι που γνωρίσαμε, στο διάβα της «μετρημένης μας ζωής», διαδραμάτισαν επάνω μας έναν καθοριστικό ρόλο. Κάποιοι μας συμπάθησαν και μας αγάπησαν. Μερικοί θέλησαν να μας δοκιμάσουν, άλλοι να μας χρησιμοποιήσουν κι άλλοι να μας διδάξουν. Μας εμφύσησαν, έμμεσα και απαλά, συναισθήματα, ιδανικά, αξίες και αλήθειες. Ωστόσο, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή σε εκείνους που, παρ’ όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά μας, επέλεξαν όχι μόνο να μας αγαπήσουν, να μας διδάξουν αλλά και να μας βοηθήσουν ώστε να βγάλουμε από μέσα μας έναν καλύτερο εαυτό.

Είναι, ως συνήθως, άνθρωποι των οποίων «οι σιωπές είναι λαλίστατες και τα μάτια τους άλλο τόσο». Πάντως, θέλω να πιστεύω πως, για κάποιο λόγο (Να πω το σύμπαν; Να πω η τύχη; Να πω ο Θεός;…) τους έβαλε στο δρόμο μας για να μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή μας έχει σημασία.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, προσωπικά είχα την τύχη –ας το θέσω έτσι– να γνωρίσω και να εκτιμήσω αρκετούς τέτοιους, ιδιαίτερα προικισμένους ανθρώπους που μου άλλαξαν ματιά, άποψη και στάση ζωής.

Τώρα, στις αμήχανες στιγμές της καθημερινότητάς μου, τους αναλογίζομαι και προσπαθώ να ξεχωρίσω τι το σημαντικό διέθεταν ακριβώς αυτοί οι ιδιαίτεροι άνθρωποι ώστε να επηρεάζουν χαρακτήρες, ακόμη και συμπεριφορές. Χαρίσματα νομίζω, όπως η σεμνότητα, η ευαισθησία, η αμεσότητα, η μετριοπάθεια το συναίσθημα, το… χιούμορ τους, η ευγένεια και η ειλικρίνεια, αυτά, μεταξύ άλλων…

Ναι, αυτά κοσμούσαν την παρουσία τους.

 

Ταιριάσματα στα μέτρα μας…

Τώρα, που έξω αρχίζει να λύνεται το φως –ίσως γι’ αυτό να φταίει η απλωσιά της άνοιξης και τα ηλιόλουστα πρωινά της– έχω ανάγκη τη συντροφιά κάποιων αγαπημένων ανθρώπων. Και μολονότι, άνεμοι της καθημερινότητας με τραβάνε αλλού κι αλλού, μαζί τους βρίσκω ό,τι η διάθεσή μου λαχταράει. Δεν ξέρω αν υπερβάλλω, όμως νιώθω πως το άγχος της όποιας καθημερινότητας ξεμακραίνει και χάνεται όταν ανοίγομαι και αφήνομαι στην ευχάριστη παρέα τους.

Είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι, όχι «σπουδαίοι» με τα τρέχοντα μέτρα και σταθμά, ωστόσο ενδιαφέροντες! Διαθέτουν –και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό– αρετές που σίγουρα λείπουν στην εποχή μας.

Εκπέμπουν ήθος και αρχοντιά. Στάζουν λυρισμό, ευλογία κι αγάπη άδολη, τόσο ώστε να ταιριάζω το δικό μου «λίγο» με το δικό τους αναμφισβήτητο «αρκετό». Και ακριβώς γι’ αυτό το «αρκετό» –με σεβασμό και εκτίμηση απεριόριστη– κάνω εκπτώσεις από τον ελεύθερο χρόνο μου και… ατσιγκούνευτα τον προσφέρω σ’ αυτούς.

Θαρρείς και είμαστε συντονισμένοι με τα ίδια συναισθήματα. Μου αρκεί να κάθομαι με τις ώρες μαζί τους να μορφώνομαι, να εκπαιδεύομαι και –υπερβαίνοντας τον εαυτό μου– να εκβιάζω συναισθήματα τέτοια που να πλημμυρίζουν τον εσωτερικό μου κόσμο πλάθοντας έναν άλλον. Καλύτερο!

 

Νύχτα φτιαγμένη από στιγμές και…
τραγούδια σε κασέτες γραμμένα

Όταν η νύχτα έχει γλύκα και όμορφη συντροφιά, ξεγελάει το χρόνο, εξάπτει τη φαντασία και σε κάνει να πετάς με τα φτερά της. Κι όταν μπορείς να την πας και λίγο παραπέρα –όσο να ’ναι– μια περιέργεια την έχει. Και δεν είναι μόνο λόγια, είναι και μουσικές, ματιές κι αγγίγματα. Είναι –επιτρέψτε μου τον ρομαντισμό– κι εκείνο το αργοπορημένο φεγγάρι που «ξεμυτίζει» ανάμεσα από τις σκιές της λεύκας. Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει απαρατήρητο.

Μια νύχτα φτιαγμένη από στιγμές έρχεται και γίνεται αγκαλιά. Γεννά ανάγκες. Κι εγώ, συνεπής και πάντα διαθέσιμος, με τα γνωστά υλικά και τη συνταγή ανά χείρας (τα κουσούρια, δεν κόβονται εύκολα…) κουβαλώ μαζί μου τα μουσικά μου λάφυρα: «κοινόχρηστα» τραγούδια σε κασέτες γραμμένα. Ναι, σε κασέτες…

Νύχτα είναι είπαμε, βοηθάει και το κρασί στο τραπέζι, που με κάθε γουλιά απογειώνει τις συλλαβές, ξεμουδιάζει τις λέξεις και, πάνω στα μάγια του λόγου και στο ακούμπημα της σκέψης, αφήνει χώρο να ανοιχτείς και σ’ άλλα. Όπως και… στην κάθε παύση έρχονται, τρομαγμένα και βουβά, τα απειθάρχητα αποσιωπητικά να συμπληρώσουνκαι να  υπογραμμίσουν τις φράσεις, να τις κάνουν σχεδόν ψίθυρο. Κι εκεί στο πουθενά μένουμε αιχμάλωτοι μιας ανεξήγητης σιωπής. Να ακουστούν και τα τραγούδια, βρε αδερφέ.

Κι ύστερα πάλι λόγια, λόγια… Ταξιδιάρα η συντροφιά στο λόγο, «τρίβεται» με απόλαυση στις λέξεις. Ξεκίναγε ο ένας, απόσωνε ο άλλος. Είναι ένας τρόπος κι αυτός να κάνουμε τις στιγμές να διαρκούν. Αλλιώς χάνεσαι… Ανάμεσα, λοιπόν, σε λέξεις και γουλιές, τσουγκρίσματα, μοιράσματα και ματιές, θέριευε κι η κουβέντα… Κι όταν παραδίνεσαι στης νύχτας την περιπέτεια, όλα τα μισά γίνονται ολόκληρα!

Και καταλήγω  για να επιμείνω και σε κάτι σαν επίλογο μ’ ένα εύλογο, κατά την εκτίμησή μου, συμπέρασμα: Η ομορφιά θα έπρεπε ν’ ανήκει σ’ αυτούς που τη δημιουργούν και σ’ εκείνους που την εκτιμούν.

 

Μόνο να τη σκιαγραφήσω θέλησα…

Για μια Elsa, μιας ηλικίας πλέον και λοιπών προσωπικών δεδομένων υπό… προστασία

Η δύναμη της ομορφιάς της παραμένει ακόμη τεράστια. Ωστόσο, δεν την ενοχλεί που ποτέ κανείς δεν είχε παρατηρήσει την κρυμμένη πλευρά της ύπαρξής της… Την κρυμμένη ομορφιά της.

Χωρίς το παραμικρό πρόσχημα, εκφράζει την ακαταμάχητη επιθυμία της να μην προβάλλεται. Να μένει μόνη εκεί που είναι. Χωρίς τους ανθρώπους της. Χωρίς αντικείμενο. Χωρίς αποζημίωση. Να μετράει «όσα δε λέει όταν μιλά, το χρόνο που θυμάται όσα ξεχνά, τα «αχ» που… στην καρδιά της ταξιδεύουν».

Εσωστρεφής και περίκλειστη, πίσω από κλειστές πόρτες και τραβηγμένες κουρτίνες, σ’ ένα σπίτι που άδειαζε χρόνο με το χρόνο επιλέγει τον καλύτερο τρόπο που κινείται και τον ευγενέστερο που μιλάει, αλλά και τις κατάλληλες λέξεις που διαλέγει για να μεταφέρει τις ευαισθησίες και τα μυστήρια της μοναξιάς της. Κρατάει κάτι από μια χαμένη εποχή αρχοντιάς. Όχι πλούτου. Αρχοντιάς! Το διακρίνεις, άλλωστε, σ’ αυτή τη λεπτή λύπη που κρέμεται από τα μάτια της. Έστω για δευτερόλεπτα… Στην οποία, όμως, λύπη δεν παγιδεύτηκε ποτέ. Διατήρησε την αξιοπρέπειά της σε κάθε αντιξοότητα της ζωής… Κι ήταν πολλές. Κι όταν τα δεδομένα κλονίζονταν και οι ισορροπίες χάνονταν αναζητούσε το δικό της φάρμακο που ήταν η… απομόνωση.

Μολονότι τώρα προσπαθεί να ξεμπλέξει συναισθήματα, απώλειες, σκέψεις και νοήματα· δεν της βγαίνει. Ωστόσο δεν ασφυκτιά, χώνεται ανάμεσα στα ανάκατα «αχ» της μόνο και μόνο για να τα ξανακάνει μονάδες.

Εν τέλει, συνειδητοποιώ, ακόμα μια φορά, –έμπρακτα κι ευδόκιμα– πως η πρόφαση είναι μια μακριά αναμονή προσμένοντας το τίποτα. Αυτό το τίποτα που είναι το παν. Κι αυτή η αναμονή (ή η πρόφαση) εκτυλίσσεται μέσα της με χαράγματα ευγενικής μελαγχολίας και βουβής (τις περισσότερες φορές) τρυφερότητας κι αλίμονο, έτσι χάθηκε το πιο ευωδιαστό κομμάτι της ζωής της.

Κι εγώ, ενώ το υποσχέθηκα στον εαυτό μου και… φυσικά σ’ εκείνη να μην αναφέρω τίποτα, ή να γράψω κάτι για ’κείνη –δεν υπάρχει λόγος, μου μήνυσε– για κάποιο λόγο τώρα, κόπτομαι να γράψω. Και γράφω. Μόνο να τη σκιαγραφήσω θέλησα… Ανήμπορα τα λόγια να την περιγράψουν.

 

Λες και μπορείς να εξηγήσεις καλύτερα τον κόσμο…

Είναι από εκείνους που πιάνει τις στείρες λέξεις, τινάζει από πάνω τους τη σκόνη και τις κάνει να χορεύουν ομοιοκατάληκτα στο λευκό χαρτί. Τις ντύνει με στοχασμό και ευαισθησίες. Παίρνει χρώμα απ’ την παλέτα των χρωμάτων του κι ανάλογα τις βάφει. Όλη η μαγεία ξεκινάει από εκεί. Από αυτά τα δάχτυλα. Μετά τις παίρνει στην αγκαλιά του και με εκείνη τη χάρη και τη μοναδικότητα που γεννάει την τέχνη, φτιάχνει μ’ αυτές το δικό του εργόχειρο… Ερωτοτροπεί μαζί τους, τους τάζει αιωνιότητα. Κι εκείνες ανταποκρίνονται!

Γεμάτος ποίηση, γεμάτος όμορφους στίχους, ρίμες και λέξεις, σε παίρνει απ’ το χέρι και περπατάς μαζί του σε δρόμους παλιούς. Ταξιδεύεις αμέριμνα και μέσα απ’ αυτόν το χείμαρρο του λυρισμού –συνταίριασμα στα τριξίματα της ψυχής που έχει την αντρειά να τα δεχτεί και να τα κάνει φυλαχτό κι αποκούμπι για τους καιρούς τους δύσκολους– αντιλαμβάνεσαι πως κάποιοι στίχοι φτιάχτηκαν για να μας θυμίζουν πως τελικά είναι η μόνη απάντηση σε όλα…

Δεν με νοιάζει που, κάποιες φορές, διάχυτες αβεβαιότητες και άφατες αντιρρήσεις φέρνουν τα πίσω μπρος και τα μπρος πάλι πίσω δίνοντας νόημα στο μάταιο, γιατί ποτέ δεν πορεύτηκαν τον ίδιο δρόμο, γιατί ποτέ δεν άγγιξαν τα βλέμματά τους τα μύχια του εντός τους.

Με νοιάζουν τα υπόλοιπα: τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής που όταν χάνονται οι αξίες κι εμείς χανόμαστε μες στην αντάρα, ανατρέχουμε στους στίχους κάποιων ποιητών για να βρούμε καταφύγιο και ν’ αντλήσουμε δύναμη. Λες και υπάρχουν άλλοι τρόποι ώστε να μπορείς να εξηγήσεις καλύτερα τον κόσμο…

* Σκέψεις που έκανα  για κάποιον ποιητή, το βράδυ της 21ης Μαρτίου,

μετά την τιμητική εκδήλωση στον Ιανό.

 

Πάρωρες ευχαριστίες

Συχνά στις αναγνώσεις μου συμβαίνει, γραφτά που μ’ αρέσουν να με κρατάνε αιχμάλωτο. Κι αυτό που κάνω, δίχως να με «νοιάζει» το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, –αυθαίρετα και με θράσος– τα απομονώνω και, κατά κάποιο τρόπο, τα κάνω δικά μου. Συνειδητοποιώντας έμπρακτα μέσα μου πόσο έχουμε κάποτε ανάγκη οι άνθρωποι να ψηλαφίσουμε τον πλούτο της καρδιάς τους για να καταγράψουμε τα σκιρτήματα της δικής μας.

Τα διαβάζω και νιώθω η ευαίσθητη οπτική ματιά τους να γίνεται αυτόματα και δική μου. Μένουν χαράγματα μέσα μου –πολύτιμα τιμαλφή, ομολογώ– που καλύπτουν απόλυτα κάθε πτυχή της σκέψης μου.

Δικαιωματικά ξεχωρίζω την Όλγα, τη  Ντόρα, τη Μαρία, την Αλκυόνη, τη Ρέα, την άλλη Όλγα… (έτσι με τα μικρά τους ονόματα –η οικειότητα βλέπετε– γιατί έγιναν με τον καιρό δικοί μου άνθρωποι). Τις ξεχωρίζω και τις ευχαριστώ (καθυστερημένα δυστυχώς) για τις λέξεις και τις φράσεις που μου «δάνειζαν» δίχως να το γνωρίζουν κι απ’ αυτές εγώ έπαιρνα αφορμές έμπνευσης και θεμάτων.

Θα είναι για πάντα (η κάθε μια τους) το αδιαχώριστο, το αγαπημένο και το πολύτιμο «σκονάκι» μου… Πώς να μην τις εκτιμήσω αφού μου εμπιστεύτηκαν το κλειδί για να μπαίνω στο χώρο τους. Πάντα νοιάζονταν –και φρόντιζαν– να μου αφήνουν το κλειδί στην πόρτα…

Ας θεωρηθούν τα λίγα λόγια τούτα –τα έγραψα όσο πιο απλά κι ανθρώπινα μπορούσα– σαν μια ελάχιστη αντιπροσφορά στο μεγαλείο της ψυχής τους.

 

Την ευτυχία την κρατάς στην αγκαλιά σου!

Μπορεί ο χρόνος με το πέρασμά του να είναι –και είναι– ένας άτιμος αντίπαλός μας και ν’ αφήνει επάνω μας σκληρά και ανεξίτηλα σημάδια, εντούτοις ανταμείβει κάποιους ανθρώπους με κάτι πολύτιμο και συνάμα ακριβό: τη σοφία! Και η σοφία, λένε, δεν πάει πακέτο, έρχεται… σταλαματιά σταλαματιά.

Σκέψη που έκανα, ύστερα από μια τυχαία συνάντηση, στο πόδι που λέμε, μ’ έναν άνθρωπο που εκτιμώ, θαυμάζω και ευγνωμονώ για τα πολλά που μου πρόσφερε με τη γνωριμία μας, πριν κάποια χρόνια. Έτσι λοιπόν, με τη μικρή εγγονούλα μου μισοκοιμισμένη στην αγκαλιά μου και τη κουβέντα στα χιλιοειπωμένα –κοινότοπα πια– της κρίσης που μας συνθλίβουν, ο Κύριος Θόδωρος, για μια στιγμή, με κοίταξε καλά στα μάτια και… στο δευτερόλεπτο, ξεστόμισε τούτη την απλή, ωστόσο σοφή φράση: Την ευτυχία την κρατάς στην αγκαλιά σου!

Πόση συμπυκνωμένη σοφία, αλήθεια, έκρυβαν μέσα τους αυτές οι εφτά λέξεις… «Την ευτυχία την κρατάς στην αγκαλιά σου»! Σε μια εποχή γενικής πτώσης, εκείνο που μένει είναι το χάδι που αφήνει στην ψυχή σου αυτή η τόσο απλή φράση. Το λες και μαθητεία ζωής! Αυτή την αίσθηση αποκόμισα.

Έσφιξα πιο πολύ τη μικρούλα επάνω μου, θαρρείς και πετούσα…

 

Έγινε κι αυτό και… είναι τιμή μου!

Έκπληξη με τα όλα της! «Ελάχιστο πρόσφορο στη λειτουργία της προσφοράς» έγραφε, με κυρτά καλλιγραφικά γράμματα, το μπιλιετάκι που τη συνόδευε… Αντιστρέφω λέγοντάς της: Το ελάχιστο είναι η προσφορά μου*, για το πολύ του πρόσφορου και του συναισθήματος. Προσθέτω σ’ αυτό ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο ευχαριστώ!

Δε χρειάζεται να αναφέρω όνομα. Δεν θα το ήθελε, υποθέτω. Μηδέ το «πρόσφορο». Δεν έχει σημασία ποιος, τι και γιατί… Εκείνη ξέρει… Δώρο και προνόμιο η φιλία της. Όλη η μαγεία ξεκινάει από εκεί, από τη φιλία, την εκτίμηση, τη σκέψη και την καρδιά της. Εκεί όπου, έστω και στριμωχτά, χώρεσα. Και με τούτη την ανάρτηση θα ’θελα να χωρέσω ή μάλλον να καθρεφτίσω, μέσα σ’ αυτήν, τη χαρά μου. Μεγάλη υπόθεση στη ζωή μας η χαρά! Τι άλλο θα μπορούσε να χωρέσει σε μια Πέμπτη στα μέσα του Γενάρη, που τίποτα δεν έδειχνε μια τέτοια εξέλιξη…

Τη γνώρισα επιτέλους και προσωπικά. Βέβαια, εξ αποστάσεως τη γνώριζα απ’ τα γραφτά της, πάνε πολλά χρόνια, και… από δυο-τρία τηλεφωνήματα που προηγήθηκαν της συνάντησης. Τη διάβαζα ανελλιπώς, κάθε εβδομάδα στην… εφημερίδα που έγραφε, τότε. Τώρα την είχα απέναντί μου κι εστίαζα τη ματιά μου στα μάτια της να αλλάζουν από μελαγχολικά σε γελαστά. Έστω για δευτερόλεπτα. Μερικοί άνθρωποι σ’ εκτιμάνε και το νιώθεις από το φως των ματιών τους! Κι εγώ «μια να πετάω στα ψηλά, μια να βουτώ στα βάθη». Μεγάλη τιμή να γνωρίζεις κι από κοντά ανθρώπους που κάποτε θαύμαζες.

Φιλία, εκτίμηση και συναίσθημα που θα ήθελα να έχουν ένταση και διάρκεια με μόνο στόχο και φροντίδα να μεγαλώνουμε τις διάρκειες σε ό,τι κάνουμε…

* Το βιβλίο μου που της έστειλα.

 

Τα σπασμένα κομμάτια της καρδιάς μου

Αφιερωμένο σ’ εκείνη την παρέα…

Όσο περνάν τα χρόνια, όσο σκληραίνει το παρόν, τόσο ο νους θα παραβιάζει τη σιωπή, θ’ ανοίγει τις σημειώσεις του και θα σαρώνει θύμησες, παλιά και φυλαχτά από κείνα τα γνωστά που μπάζουν νοσταλγία. Σπασμένα κομμάτια της καρδιάς –παραγκωνισμένα και εν πολλοίς καταδικασμένα στη λήθη– επανέρχονται με το παραμικρό εξωτερικό ερέθισμα. Ενεργοποιούν αυτόματα μνήμη και αισθήσεις και… μαντέψτε: ξαναρχίζει της ζωής το μέτρημα.

Κι όσο διαρκεί αυτό το μέτρημα με αποσπά τελείως από ό,τι άλλο μπορεί να με απασχολεί και με βυθίζει στη νοσταλγία. Αυτό το έντονο συναίσθημα –ήπιας θλίψης και μελαγχολίας– που προκαλείται κατά καιρούς από την αναπόληση –ευχάριστων ή μη– περιστατικών του παρελθόντος.

Μαζεύω χαρές και λύπες, αόρατα σχοινιά που δένουν τις στιγμές μου. Κι αυτό το επίμονο στριφογύρισμα στα περασμένα πολύ με βασανίζει, με συγκινεί απίστευτα και με αναστατώνει. Έχω την αίσθηση ότι ολούθε μέσα μου, υπάρχουν ακόμη σκόρπια θραύσματα πανάκριβα και ανεκτίμητα από τη «σπασμένη» ζωή μου.

Τις προάλλες κάτι τραγούδια πυροδότησαν το νου και μ’ έκαναν ν’ ανοίξω και πάλι λογαριασμούς με μνήμες. Μ’ έκαναν να αναλογίζομαι μια θαυμάσια παρέα εκείνων των χρόνων και κάτι αξέχαστες νύχτες. Το ελάχιστο που μου άφησαν οι φίλοι εκείνοι καταγράφτηκε πριν κάποια χρόνια σ’ ένα τετράδιο καλά φυλαγμένο.

Κρίμα, πολύ κρίμα, που δεν έφτασα μαζί τους λίγο πιο μακριά… Αγαπημένοι μου κάντε με να σας ανταμώσω και πάλι…

 

Το έχει ανάγκη η ψυχή μου…

Εκείνος ξέρει καλά ποιος είναι και που πάει. Έχει ξεκάθαρες κουβέντες να πει. Δεν μπερδεύει τις λέξεις. Θα τον δεις να ψαχουλεύει σύννεφα στον ουρανό, να τα στραγγίζει και… σταγόνα-σταγόνα να βγάζει νοήματα. Ακούει με προσήλωση, πάθος και σεβασμό τον παραμικρό παλμό των συναισθημάτων, αισθάνεται το «τρέμουλο» της καρδιάς του· ακτινογραφεί την ψυχή του, κατασταλάζει και…  σκαρώνει στίχους. Στα ανείπωτα του κόσμου βάζει γλύκα, πάλλει τις χορδές του μυαλού και τα κάνει τραγούδια, στοχασμούς, ποίηση και προσευχές. Ανιχνεύει, αφουγκράζεται, εντοπίζει και ταξινομεί, ανασκευάζει με πάθος και συντηρεί τα παράταιρα, τα αφανέρωτα και τ’ ανερμήνευτα της ζωής και των ανθρώπων.

Δεν εκφράζει απλά τον εαυτό του, τον αναποδογυρίζει, τον ξεγυμνώνει! Το μέσα το βγάζει έξω. Απλώνεται! Κάνει, ακόμη και τις υποδιαιρέσεις κάποιων στιγμών να διαρκούν. Δεν χρειάζεται συστάσεις. Αυτά τον χαρακτηρίζουν. Αυτά, ή μάλλον αυτά, χρειάζομαι κι εγώ ν’ ακούω. Στα λόγια του, θαρρείς και αρμενίζει το δικό σου εγώ. Σαν άνθρωπος τα λόγια αυτά τα χρειάζομαι, σε ώρα ανάγκης να τα ενώνω με τα δικά μου –εδώ κι εκεί– κομματιασμένα, τα ταπεινά κι ασήμαντα που κατά καιρούς, γράφω.

Απρόσμενο αντάμωμα μιας αλλιώτικης συνάντησης. Για κάποιο λόγο, όταν σοφές φωνές γοητεύουν και μιλάνε στην καρδιά, εγώ κοντεύω, σκύβω, ακουμπώ κι όσο μπορώ στριμώχνομαι σαν σε κρυψώνα κι ακούω με προσοχή! Μια αίσθηση πληρότητας με κατακλύζει. Αλήθεια, πόσο πολύ αυτό μπολιάζει τη σκέψη και προστατεύει –όπως το στρείδι το μαργαριτάρι του– μια εύθραυστη ψυχή. Το κρίνω σκόπιμο και το σημειώνω μόνο και μόνο γιατί η ευαισθησία της ψυχής πρέπει να προστατεύεται.

Παλιό χούι μου, άλλωστε, να «κολλάω» στη σοφή μιλιά των άλλων, στο βλέμμα, στη χαρακωμένη όψη τους. Το έχει απόλυτη ανάγκη η ψυχή μου.

 

Ατακτοποίητη υπόθεση

Το πάλευα μέσα μου. Δεν ήταν μόνο το ρίγος που μ’ έπιανε κάθε φορά που τον έφερνα στο νου. Είναι που πέρασαν και τα χρόνια. Πολλά χρόνια! Είναι ο χρόνος που άφησα να φύγει. Είναι που δίσταζα στην ιδέα να τον αντικρύσω. Η αμφιβολία, μήπως και δεν με θυμηθεί. Δεν με αναγνωρίσει. Το οδυνηρό, μιας τέτοιας και μόνο σκέψης. Εν τω μεταξύ πέρναγε ο καιρός κι έμενε μια ατακτοποίητη υπόθεση να διαιωνίζει το «βόλεμα»… Θα έπρεπε να δώσω ένα τέλος στην εκκρεμότητα. Να πάρω τη δύσκολη απόφαση. Εξυπακούεται ότι όσο το αναβάλλεις τόσο σε δυσκολεύει. Κάποιες φορές δεν με καταλαβαίνω…

Προσεγγίζοντας την εικόνα του, μου είναι αδύνατο να τη διαγράψω. Η αναγκαία υπενθύμιση. Τα επίμονα συναισθήματα και οι έμμονες σκέψεις καθώς πάω να συνοψίσω αυτή την εικόνα. Νομίζω πως αξίζει –θα ’χε νόημα– να ανοίξω μια μικρή έστω παρένθεση και να τον περιγράψω… Να τον περιγράψω συνοπτικά –όχι για να μετριάσω την αναβλητικότητά μου αλλά για να αποδώσω στο ελάχιστο– αυτό που αρμόζει.

Άνθρωπος ακριβοδίκαιος και ευγενούς στόφας, βαθιάς ταπεινότητας, μέσα στη μοναξιά του. Αξιοπρεπής κι ανθρώπινος μέσα στη μελαγχολία του. Ένα πρόσωπο. Το μέτρο. Ο λόγος. Η γλώσσα. Το ήθος. Όλα σε ένα. Η απλότητα. Ναι! Δεν ξέρω αν αυτή η απλότητα μαζί με την περηφάνια κάνουν τους ανθρώπους, μέσα στην καθημερινή τους ζωή, ξεχωριστούς!

 

«Με λόγια πάλι έρχομαι φτιασιδωμένα»

Φαίνεται πως διάβασε τα όσα έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση ο φίλος κι ήρθε να με βρει. Πειραγμένος, παρότι εγώ δεν ανέφερα όνομα και λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να τον φωτογραφίζουν. Αόριστα ήταν γραμμένα όλα.

Μίλαγε σιγανά, αλλά πολύ παθιασμένα. Τον άκουσα. Δεν χρειάστηκε να τον διακόψω καθόλου. Απλώς τον άκουγα. Μπορεί να είχε και δίκιο, δεν λέω… Ίσως δεν θα ’πρεπε.

Προσπάθησα να του εξηγήσω πως όταν κάτι αποδίδεται με συγκεκριμένο τρόπο και σωστά, μπορεί να εκπέμπει συγκινήσεις και ενδιαφέρον. Δίνει απλωσιά στο συναίσθημα. Κι ας λιγόστεψαν τ’ αγγίγματα. Μπορεί εκείνο το λίγο, το ελάχιστο, το τίποτα σχεδόν, το… «ευλογημένο άδειο» να δίνει και… «συμπνοή», όπως κι αν εκφέρεται.

Με απόλυτη συναίσθηση, το εξήγησα άλλωστε, όσα έγραψα δεν ήταν λόγια που μου ανήκαν. Ξεκάθαρες κουβέντες.

Ωστόσο, καλό θα είναι να δώσω τέλος στο θέμα παραφράζοντας κάπως στίχους που τόσο όμορφα «κέντησε» ο αγαπημένος Μίλτος, έτσι, για να συνεχίσω να… λογοδοτώ.

«Με λόγια πάλι έρχομαι φτιασιδωμένα / σαν από κείνα που έγραφα από παλιά.

Λόγια που ξέρω πως ίσως δεν νοιάζουνε κανένα,

κι εγώ τα γράφω να περάσει η βραδιά».

Ό,τι κι αν συμβεί, λοιπόν, κι αν χάνομαι, εδώ θα επιστρέφω στις κλειδωμένες μας στιγμές.

(Συνεχίζεται)

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: