Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

‘’Gracias por tanto!’’ του Στράτου Δουκάκη μέσα “Από το περιθώριο των λογισμών” του…

Το τέταρτο μέρος από το βιβλίο τού ανθρώπου που μετανάστευσε στη Βενεζουέλα και όταν παλιννόστησε θέλησε να της πει ένα ‘’ευχαριστώ’’

Τ/Π |> Σήμερα δημοσιεύεται το Δ’ μέρος από το βιβλίο “Από το περιθώριο των λογισμών” του Στράτου Δουκάκη. [Το Α’ μέρος ΕΔΩ, το Β’ μέρος ΕΔΩ, το Γ’ μέρος ΕΔΩ και το Δ’ μέρος ΕΔΩ]

 Συνέχεια στο Ε’ και τελευταίο μέρος…

Μικρά κι αδέσποτα

Συμβαίνει, κάποια στιγμή, να έχεις την αίσθηση ότι υπάρχουν κομμάτια σου που μένουν μ’ ένα παράπονο, για το μόνο λόγο ότι είναι μικρά, αδέσποτα και κάπως παραμελημένα. Εν τούτοις, θεωρώ πως το καθένα είναι πολύτιμο και συνάμα το ένα κάνει ανεκτίμητο το άλλο…

Εν προκειμένω θα ήταν άδικο να τα αγνοήσω, να ξενοιάσω ή ακόμα χειρότερα να τα παραμερίσω καθώς, –ακόμη και τώρα– αισθάνομαι πως διαθέτουν το πάθος εκείνης της στιγμής που γράφτηκαν.

Το παράπονό τους, ωστόσο, παραμένει δίχως να μ’ αφήνει στην ησυχία μου.

Τελικά ενέδωσα και, κατά συνέπεια αποφάσισα να τα συμπεριλάβω εδώ.

Η φθίνουσα πορείας της φύσης

Εκείνο το τραγούδισμα τ’ ανέμου απ’ τα φύλλα της λεύκας έγινε πιο έντονο κι ήρθε να μου θυμίσει πως το φθινόπωρο μπήκε από σήμερα στην τροχιά του κύκλου. «Της ζωής ο κύκλος, ο χαρισάμενος»… Η φθίνουσα πορείας της φύσης. Το φθινόπωρο, μια εποχή με τα δικά της χαρακτηριστικά, τη δική της συμπεριφορά και την υποτιθέμενη μελαγχολία της.

Πολλά φθίνουν πλέον ιδίως οι οπώρες. Το λέει και η λέξη. Το πρωί αναζητάς κάτι να βάλεις πάνω σου.

Το πέρασμα του χρόνου είναι αμείλικτο. Κι αν μας αποχαιρέτισε χρονικά το καλοκαίρι στην πράξη υπάρχει κι όσο διήρκεσε ήταν… ωραίο. Αφήνει πίσω κομμάτια του να τ’ αναπολούμε και να τα θυμόμαστε.

Εν τω μεταξύ, εγώ «φυλάκισα» ένα σωρό κομμάτια του σε εικόνες… Κι όταν ο καιρός θα είναι κακόκεφος (ιδίως κάτι γκρίζες Κυριακές του χειμώνα) θα ανασκαλεύω τα αρχεία μου κι αυτές θα το φέρνουν πίσω, χαρίζοντάς μου έστω ένα χαμόγελο…

Στιγμές με την ανάγκη να γίνουν μνήμες παντοτινές.

 

Μια στιγμή ανάμεσα σε δύο τίποτα η… ζωή μας

 Στην «οροθεσία» της σκέψης μας, σ’ εκείνες τις παράξενες διαδρομές του μυαλού, συναντούμε σοβαρά κενά και κάτι περίεργα εξογκώματα, απομεινάρια «όσων χαθήκαν μες στο χθες ζητώντας μιαν Ιθάκη».

Στο κυνηγητό με τις σκιές, λοιπόν, εκεί στα σύνορα, στην οροθεσία του μυαλού που λέγαμε, ανακαλούμε το παρελθόν και… σημειώνουμε τα πάντα, ακόμη κι αυτά που δεν είχαν καταγραφεί στο σκληρό δίσκο της μνήμης. Άκρη δεν βρίσκουμε… Μόνο μπερδέματα.

Κι ύστερα, αλλάζουμε ρότα καλούμε το μέλλον… Και πάλι αρχίζουμε να σημειώνουμε τα πάντα, ακόμα και αυτά που ούτε καν έχουμε δρομολογήσει στη φαντασία μας. Και πάλι δεν βρίσκουμε άκρη.

Τελικά, απογοητευμένοι, καταδικασμένοι και παγιδευμένοι στο τώρα, στη δύσκολη ισορροπία της ύπαρξης, αναλογιζόμαστε τί θα γινόταν τότε Αν… Και σκεφτόμαστε, από ‘δω και μπρος, πώς θα είναι η ζωή μας Αν… Μια στιγμή ανάμεσα σε δύο τίποτα η… ζωή μας.

Να είμαστε, τελικά ή… να είμαστε χωρίς να είμαστε;

 

Πινελιές…

Έτσι, ως συνήθως, περνάν οι μέρες και οι νύχτες μας. Δίχως πολλά ενδιαφέροντα οι μέρες, χωρίς τον ύπνο το σωστό οι νύχτες. Το εικοσιτετράωρο γίνεται μια μεγάλη, απέραντη ημέρα! Μονάχα η εναλλαγή φως-σκοτάδι τη χωρίζει από την άλλη. Τίποτα πιο πολύ, τίποτα πιο λίγο.

Για να κάνουμε τις στιγμές να διαρκέσουν περισσότερο, χρειάζεται να ξεφύγουμε από τον καθημερινό συνηθισμένο αυτοματισμό. Ν’ ανοίγουμε παράθυρα και γρίλιες στην ψυχή μας. Ν’ αφήνουμε να ξεχειλίζει της καρδιάς το πολύ! Χρειαζόμαστε απαραιτήτως μικρές αυθεντικές πινελιές στην καθημερινή μας ζωή και σαν εραστές της ομορφιάς να ζωγραφίσουμε το πλαίσιό της με τα χρώματα του γούστου και της επιλογής μας, για να μπορούμε να κοιτάμε μπροστά.

Ο χρόνος συναθροίζεται σε μια μοναδική (μια και μόνη) ημέρα. Και… προχωράει. Όσο κι αν οι άνεμοι φυσάνε και μας τραβάν αλλού κι αλλού, εκείνος θα συνεχίζει την ατέρμονη πορεία του δίνοντας νόημα σε ό,τι μοιάζει φευγαλέο ή ανυπόστατο.

Μιας και ο χρόνος δεν σταματά, ας αφήσουμε τη σκέψη να ονειρεύεται. Ας αφήσουμε τα πράγματα στη σκιά τους να μετρούν το χρόνο.

Πόσες αναγνώσεις, αλήθεια, μπορεί να έχει μια εικόνα της καθημερινότητάς μας;

 

Στην άκρη του ορίζοντα

Ο κόσμος είναι γεμάτος από μικρές χαρές. Θα έλεγα, ωστόσο, πως το σημαντικό είναι να μπορούμε –και να θέλουμε, βεβαίως– να τις ψάξουμε. Έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό συνιστάται, η όποια πιθανότητα υπάρχει –ή έχουμε– να μην την αφήνουμε να πάει χαμένη.

Βέβαια, στο διάβα του χρόνου συνειδητοποιούμε πόσο ελεύθεροι ήμασταν (ανέκαθεν) μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο (τον μικρό τον μέγα) και με φόντο έναν ατέρμονο ορίζοντα να επιλέξουμε και… πόσο αυτή η ελευθερία γινόταν ατολμία και αποθάρρυνση.

Στην ορμή της νιότης που εξουδετερώνει κάθε αντίδραση, εντυπωσιάζει ή γοητεύει αλλά και στις σημειώσεις των περιθωρίων διαγραφόταν το πάθος –και η δύναμη αυτού του πάθους– που ζητούσε όλο και πιο μεγάλες ανάσες για να υπάρξει.

Ανεξάρτητα απ’ όσα συναντήσαμε, πάντα υπήρχε ένα, έστω μικρό, μονοπάτι, ένα στενό πέρασμα που ίσως μας οδηγούσε εκεί που θα ανακαλύπταμε πόσο περίσσευε το ωραίο.

Ας σκεφτούμε μόνο πόσο πολύτιμο μπορεί να είναι να το διακινδυνέψεις και… όλα να πάνε καλά, που έλεγε και ο Mario Benedetti.

 

Στο κερνάω, σπατάλησέ το!

Μ’ ένα χαμόγελο έλεγες…, το θυμάσαι; Μ’ ένα χαμόγελο θα πρέπει να ανταμείβουμε τον καλό το λόγο. Τον είπα! Κι εσύ το ’μαθες… Κι ας μην το ήθελα…

Και να που τώρα το φαντάζομαι να σχηματίζεται και να φωτίζει το πρόσωπό σου. Το φαντάζομαι, σαν να το κοιτάζω. Το χαμόγελο δεν πουλιέται, δεν δανείζεται, δεν κλέβεται… μόνο χαρίζεται. Στο κερνάω, λοιπόν, σπατάλησέ το! Χαμογελώ κι εγώ μαζί σου! Για δες εδώ, απέναντί σου είμαι. Φάτσα στην οθόνη σου…

Μακάρι να μπορούσα να ’βρισκα πάντα λόγους για να σε κάνω να χαμογελάς. Μακάρι η κάθε μέρα, η κάθε ώρα, το κάθε λεπτό να σε φέρνουν αντιμέτωπη με αιτίες και αφορμές που να σε κάνουν να γελάς.

Γι’ αυτό σε συμβουλεύω. Ποιος εγώ που… ας μην το ξεστομίσω…

Ξεπροβόδισε, λοιπόν, τα προβλήματα κι αν χρειαστεί «μάλωσε» τη ζωή. Γέλασε όσο πιο δυνατά μπορείς. Γέλασε, όχι μ’ εκείνο το γέλιο το ένοχο, το φοβισμένο, αλλά το άλλο, το ξεκαρδιστικό. Δεν χρειάζεται να πιέζεις τη χαρά, άφησέ την να απλωθεί. Να σε βλέπουν οι άλλοι και ν’ απορούν… Ναι μωρέ, χαμογέλασε κι όταν χορτάσεις ξαναφόρεσε το σοβαρό σου. Τόσο απλά.

 

Τα… Υστερόγραφα που λέγαμε!

Το έγραψα με την υποψία πως αυτό μπορεί και να με σώσει. Ιχνηλατώ στη σιωπή για να καταλάβω –όσο καταλάβω– ότι το πιο ευαίσθητο κομμάτι μας είναι αυτό –μεταξύ άλλων είναι κι αυτό, τίμημα ή παράσημο, δεν έχει σημασία– ότι μόνο αθόρυβα, μπορείς να απολαύσεις τον εαυτό σου.

Δεν είναι τίποτα,

είναι τα χρόνια, που επιστρέφουν και διεκδικούν τα δικαιώματά τους.

Τόσο απλά, τόσο συνηθισμένα…

Το βλέμμα μένει στην απορία. Πώς να νανουρίσεις τον καιρό για να παρκάρει, να ξεχαστεί, να γύρει και ν’ αποκοιμηθεί; Μεγαλώσανε τα χρόνια βλέπεις, κι ήρθαν τα χιλιόμετρα και απλώθηκαν επάνω μου. Παίζω κρυφτό με τις στιγμές και με τα χρόνια. Και οι σκέψεις σπαρταράνε μέσα μου. Εκεί μέσα σαν υποσημειώσεις που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Κι εγώ τις «κυκλώνω», μη τυχόν και δραπετεύσουν.

Κοστίζει να κρεμάς τα βιώματά σου στα μανταλάκια. Η πεποίθηση ότι αν δε γδάρεις την ψυχή σου, άνθρωπος δε γίνεσαι δίνει νόημα στο καθετί του καθεμέρα μου. Κι άντε μετά να ψάχνω, εμμονικά, προσωπεία με μόνο σκοπό να μην γίνομαι μονότονος και επαναληπτικός.

Τα… Υστερόγραφα που λέγαμε!

 

Στα μανταλάκια…

Τίτλοι που αγάπησα, ωστόσο, με την ίδια ευκολία θα μπορούσα ακόμη και να τους διαγράψω. Είναι, όμως οι τίτλοι κάποιων κειμένων απ’ το προηγούμενο βιβλίο μου, στους οποίους συχνά επιστρέφω, ανιχνεύοντας επίμονα μαζί τους τις αμήχανες στιγμές που ήταν αφορμή, αιτία και λόγος, προκειμένου τότε να γραφτούν. Με το που μπαίνει το καλοκαίρι η σχέση μας ζωντανεύει… Αλλά, για να λέμε και την αλήθεια, εκτός αυτού, «συνωμότησε» και μια φίλη αγαπημένη, κι έτσι για να διευκολύνω τις απαντήσεις που της όφειλα, πιάστηκα να το ξεφυλλίζω και πάλι.

Ζω με όσα έγραψα. Όλα κομμάτια, μεταξύ βιωματικής πορείας και ιδιωτικής έκφρασης. Κυριολεκτικά: κατάθεση ψυχής. Τώρα, μακριά από οποιαδήποτε προσπάθεια –έστω υποψία– προβολής, «κρεμάω στα μανταλάκια» τους τίτλους για το μόνο –και μοναδικό– λόγο να μεταφέρω απλά όσα μου ξαναθύμισαν με το ξεφύλλισμά τους…

Απόσταξη μνήμης, νοσταλγίας και αναπόλησης, τόσο έντονης –καύσιμο διαρκείας ανέκαθεν στα ράφια μου– που ακόμη νιώθω τη μοσχοβολιά τους. Τρυφερές εικόνες κι απόμακροι ψίθυροι μιας χαμένης αίσθησης από το παρελθόν που, όχι μόνο κρατούν τη γλύκα και το χρώμα τους θησαυρό στην ψυχή μας αλλά, ώρες-ώρες, είναι απαραίτητα για να καθοδηγούν τη συνέχειά μας. Αλλιώς χανόμαστε…

 

Το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό;

Όταν μπορείς, τέτοιες ώρες, να τιθασεύσεις το μυαλό ώστε να πάει τις σκέψεις λίγο παρακάτω, μην τις μετράς… Κράτα τες. Βλέπεις, όσα οι άλλοι έχουν επείγουσα ανάγκη να λησμονήσουν, εγώ έχω επείγουσα ανάγκη να θυμηθώ. Είναι γιατί –αναβιώνοντας το ημιτελές παρελθόν– αυτά που με νοιάζουν είναι κάτι υπόλοιπα: τα λειψά και τα παζαρεμένα της ζωής που θα μιλάνε, θα γελάνε, θα χάνονται, και θα μελαγχολούν αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της αμφιβολίας…

Επίμονα συναισθήματα και έμμονες σκέψεις θα κάνουν απόψε νυχτέρι παρέα με μια πελώρια πανσέληνο ψηλά, σαν… φωτισμένη ελπίδα. Και στο μυαλό να πιπιλίζει –τελείως άσχετο τώρα– εκείνο το αμίμητο: «σου το έλεγα…» της μάνας μας, που θα παραμένει αενάως αλάθητο! Αλήθεια, το έχετε σκεφτεί ποτέ αυτό;

 

Το οικείο της νιότης που χάνεται…

Μέσα στη μελαγχολική γύμνια της εποχής που μας έλαχε να ζούμε είναι και κάποιες στιγμές που, θέλεις δε θέλεις, αδύνατο να αρνηθείς. Μήνες είχαν περάσει, αναβολή στην αναβολή, για κείνη τη φιλική σύναξη. Απρόσμενη η πρόσκληση. Θερμή η παράκληση. Και πώς να αρνηθείς;

Με τη φευγαλέα απροσδιόριστη αγωνία του φόβου να κυριαρχεί, το επιβεβλημένο πρωτόκολλο στη σκέψη και το ενδεχόμενο του τι θα συναντήσεις να απαιτεί μεγάλη προσοχή. Δέχτηκα να πάω.

Εντάξει, εφτά άτομα όλα κι όλα. Μέσα στα όρια. Οι μάσκες μπορεί να έκρυβαν το μισό πρόσωπο, ωστόσο ήταν εμφανή κάποια άλλα σημάδια. Ήταν η περίπτωση; Ήταν οι τόσοι μήνες; Δεν ξέρω, πάντως με την πρώτη ματιά διέκρινα στους φίλους μου το πέρασμα του χρόνου. Σε μερικούς ανελέητο. Σε άλλους κάπως φιλικό. Υποθέτω πως το ξάφνιασμά μου δεν έγινε αντιληπτό.

Ποτέ δε είχα ανάγκη, τόση όσο τώρα, έναν καθρέφτη –δεν έχω τέτοιες αγωνίες–να κοιταχτώ. Να δω και να συγκρίνω και τα δικά μου σημάδια. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έντονα ένα βαθύ και μυστήριο συναίσθημα: πώς γίνεται –σε τόσο λίγο διάστημα που είχαμε να ιδωθούμε– να χάνεται το οικείο της νιότης… Κατά τα άλλα ήταν μια όμορφη βραδιά. Μας έλειπε. Μας λείπει…

 

Χαθήκαμε νομίζω στη μετάφραση… της καθημερινότητας

Σε τούτα δω τα γνωστά «πάρε-δώσε» μας, όπου ο καθένας αφήνει το αποτύπωμά του, απίστευτα μοναχικά πλέον, ψάχνουμε –μες στον ορυμαγδό των ιδεών– κάπου να βρούμε μια άκρη ν’ ακουμπήσει η ψυχή μας.

Και τελικά, αυτό που βρίσκουμε –ακολουθώντας την καθησυχαστική γαλήνη μιας ρουτίνας– είναι ένα ανεξάντλητο περίσσευμα ψυχής, στοιχείο που σπανίζει στις μέρες μας, που δεν λέει να μας απαρνηθεί ρουφώντας κυριολεκτικά όλη τη μελαγχολία μας.

Κάποτε χαμογελούσαμε όταν νιώθαμε τη φιλία, τη ζεστασιά, το νοιάξιμο να… γίνεται πράξη, άγγιγμα και συμπαράσταση. Τώρα, είναι δύσκολο –πώς να το εξηγήσω αλλιώς;…– να συνειδητοποιείς πόσο αδειάζουν οι σχέσεις και οι παρουσίες, να νιώθεις κι ακόμα χειρότερα να βλέπεις ψυχές να ξεκολλάνε και να χάνονται.

Στα χρόνια ετούτα τα στεγνά και τα ξεδιάντροπα, είναι ευτυχία που υπάρχουν ακόμη κάποιοι που δείχνουν κατανόηση, ξέρουν να τιμούν τις αποχρώσεις των σχέσεων, της συντροφικότητας, της ζωής. Είναι εκείνοι που έχουν τον τρόπο, το ήθος και την υπομονή να ισορροπούν τα συναισθήματα και… να μας επαναφέρουν –χωρίς προσχήματα, έντιμα και καθαρά– στο μέτρο.

Προφανώς θέλει τρόπο, ήθος και υπομονή να διεγείρει το θυμικό ώστε… να ξεκλειδώσουν οι καρδιές μας.

 

Αν μπορούσα…

Αν μπορούσα, λέω τώρα εγώ, να ήμουν μια στιγμή, θα επέλεγα οπωσδήποτε ένα ηλιοβασίλεμα. Η στιγμή εκείνη που ο ήλιος χαρίζεται στη θάλασσα κι η μέρα ετοιμάζεται να ξεκουραστεί, δίνοντας τη θέση της στα όνειρα της νύχτας. Αυτό θα ήθελα να ήμουν, ένα ηλιοβασίλεμα!

Τούτες τις σκέψεις έκανα, καθώς κοιτούσα χτες ανυποψίαστα  πέρα στον ανέφελο ορίζοντα τον ήλιο να παίρνει τα μαγικά του χρώματα και να ροδίζει τον ουρανό. Αυθάδικα τα μάτια μου ακολουθούσαν την πορεία του, το αντάμωμα και το άγγιγμά του με τη θάλασσα. Κι αυτός καμώνεται πως πάει, θαρρείς, να αφουγκραστεί τα μυστικά της ή την ανάσα της και… κοκκινίζει σαν ντροπαλό παιδί.

Στάθηκα, λες και δεν είχα που ν’ ακουμπήσω τις μικρές μου εικόνες που… από τότε ακόμη αποπνέουν ομορφιά. Μόνιμη, σταθερή, αμετακίνητη εικόνα το ηλιοβασίλεμα.

Κάποιες τέτοιες στιγμές είναι που μου αλλάζουν τη διάθεση, ισορροπούν τα συναισθήματα κι αμέσως συνειδητοποιώ πόσο ευάλωτος γίνομαι όταν κυριεύομαι και γεμίζω από την αλήθεια των αισθήσεων. Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι να πλάθω ό,τι πιο όμορφο γεννάει η φαντασία μου.

Με κλειστά μάτια, νομίζω, βλέπεις πιο έντονα όσα σε συγκινούν.

 

Ό,τι χωρίζει η απόσταση…

Κι αφού επέστρεψες επιμένεις να μένεις ακόμη εκεί. Μπαινοβγαίνεις στο αχανές της ψυχής και της σκέψης σου θέλοντας να τα φέρεις όλα πίσω. Κι ευθύς ξεχύνονται μπροστά σου… Όλα! Ίδια κι απαράλλαχτα.

Αφουγκράζεσαι όχι μόνο ήχους θαλασσινούς, πανσέληνους και ηλιοβασιλέματα, αλλά κι ανθρώπινα αγγίγματα και καρδιοχτύπια. Οι αγαπημένοι δεν σου έλειψαν ποτέ.

Αναμοχλεύεις δυνατές αναμνήσεις και ανασύρεις ανέμελες ευτυχισμένες στιγμές. Σ’ αρέσει η γεύση που σου αφήνουν όλα αυτά. Σε ξελογιάζουν! Ωστόσο το βλέμμα μένει στην απορία της τάδε φωτογραφίας που νοιάστηκες, όταν εστίαζες, να περισώσεις τον αιφνιδιασμό του μη αναμενόμενου. Το «εμβόλιμο» πρόσκαιρο που θα συμπλήρωνε την ιστορία στην «αιωνιότητα της στιγμής».

Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι να ζεις και μετά να καταγράφεις –έστω και μια φορά στο τόσο– στιγμές που θα ’χεις να θυμάσαι. Αρκεί μια εικόνα και διάθεση νοσταλγική και το μυαλό ν’ απλώνεται πιο πέρα…

Η σκέψη, βλέπεις, ενώνει ό,τι χωρίζει η απόσταση. Και οι φωτογραφίες το ίδιο.

 

Η ρουτίνα, η επανάληψη και η καθημερινότητα

(H δύναμη της συνήθειας)

Οι μέρες περνούν. Ίδιες και… εν πλήρει τάξει. Όλα ξεθωριάζουν, αδυνατίζουν και χάνονται. Δε βρίσκεις εύκολα εναλλακτικές διαδρομές προκειμένου να αποφύγεις τη μονοτονία που φέρνει η επανάληψη. Η ρουτίνα, η επανάληψη και η καθημερινότητα. Κι αυτή τη ρουτινιάρικη καθημερινότητα απλά την αντέχεις χωρίς να την αποδέχεσαι. Έτσι γίνεται και επιβάλλεται. Είναι η δύναμη της συνήθειας.

Όλα τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής: φευγαλέες εικόνες, απόμακροι ήχοι, κάτι σαν ψίθυροι μάς ταξιδεύουν και χάνονται μέσα στην αχλή του χρόνου, καθώς η σιωπή περισσεύει, και… μπλέκουν στο νωθρό ρυθμό που μας επιβάλλει τούτο το αβάσταχτο τίποτα της εποχής μας.

Κι εκείνα τα καλύτερα που λέγανε πως έρχονται, αργούν που να πάρει…

 

Αντιφάσεις και διλήμματα…

Συχνά στη ζωή μας, αντιμετωπίζουμε αντιφάσεις και διλήμματα τα οποία προκύπτουν όταν επιβάλλεται να κάνουμε (όσο μας επιτρέπουν) μια επιλογή, που μπορεί (ενδεχομένως) να είναι σύμφωνη με κάποιες αξίες ή επιθυμίες μας, αλλά ταυτόχρονα (θέλω να πιστεύω) συγκρούεται ή είναι αντίθετη με κάποιες άλλες. Κι αυτό που μας τυραννά είναι απλά αυτό το «ή» (η διάζευξη, δηλαδή).

Η αρχή ή το τέλος, το ένα ή το άλλο, ναι ή όχι, άσπρο ή μαύρο, εκείνος ή εγώ, τώρα ή ποτέ, με αποτέλεσμα το ένα να αναιρεί το άλλο. Αδύνατο, λοιπόν, να συνυπάρξουν και τα δυο. Αντίθετες έννοιες, κάποιες φορές δύσκολης επιλογής. Έρχονται εντελώς τυχαία –ασορτί με το τίποτα– και ξεδιπλώνονται μπροστά μας. Κι εκεί, κάπου ανάμεσα στο πουθενά και στο καθόλου, το σύμπαν συνωμοτεί για να ταιριάξει τα αταίριαστα.

Προκειμένου να ισορροπήσουμε ανάμεσα στις αντιφάσεις και τα διλήμματα ψάχνουμε και βρίσκουμε εναλλακτικές λύσεις και αποφάσεις.

Συνήθως έτσι γίνεται…

 

Δε βαριέσαι… Ποιος νοιάζεται…

Δεν είναι που τότε όλα ήταν υπέροχα, είναι που περνάει ο χρόνος. Τρέχει, προσποιείται πως σταματά και πάλι… ξαναρχίζει. Αντιλαμβάνομαι, έντονα πλέον, το συνειδητό κύλισμά του. Από δω κι εμπρός τα χρόνια αρχίζουν και κλέβουν, δίνουν λίγα και παίρνουν πολλά! Αυτός θα γράφει, η ζωή θα περνάει. Με ξεπερνάει ο άτιμος!

Μην τα μετράς τα χρόνια μου λένε, απλά κράτα τις όμορφες στιγμές που έζησες. Τα πιο όμορφα πράγματα. Εντάξει, δεν ήταν όλα πάντα βολικά. Σωστά, γιατί αν ήταν, ούτε μισό παραμύθι δε θα γράφαμε σ’ όλη μας τη ζωή.

Κάθε χρόνο μεγαλώνω, βιώνω πιο άδειος, χωρίς ν’ αγγίζω το θάρρος της άγνοιας που όπλιζε κάποτε τη θέλησή μου, καθώς με τα χρόνια παραξενεύει κανείς. Δε βαριέσαι… Ποιος νοιάζεται;… Λεπτομέρειες, θα μου πείτε, ναι, αλλά μερικές φορές οι λεπτομέρειες διαμορφώνουν και την ουσία.

Τελικά, ο καιρός μετριέται με ό,τι κουβαλάει μαζί του. Τα υπόλοιπα έπονται και μερικώς ελέγχονται.

 

Εκείνη ξέρει, έχει τις απαντήσεις…

Η ζωή κυλάει κανονικά, με τα πάνω και τα κάτω της φυσικά, κι εμείς από το περιθώριο –αυτόπτες μάρτυρες και θεατές– αμήχανα ατενίζουμε αφ’ υψηλού… Παρακολουθούμε λειψά κι αταξινόμητα επεισόδια μια μόνιμης –καθολικής θα έλεγα– φθοράς και μιζέριας. Σάμπως μπορούμε να βρούμε άκρη;

Επιχειρώ ένα συνταίριασμα όλων των παραπάνω, να το θέσω στο ισοζύγιο των συναισθημάτων: της αρχής και του τέλους των πραγμάτων. Βλέπω πώς γίνεται το άπλετο και άχραντο καλοκαιρινό φως να μετατρέπεται, σε μια στιγμή, σ’ ένα τεφρό γκρίζο που μεταφράζεται σε μια σχεδόν ανεπαίσθητη μελαγχολία, οργή και θλίψη;…

Έτσι ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, γέμισε η ζωή μας όχι «θολωμένες», μα μαυρισμένες στιγμές που μας οδήγησαν, αλίμονο, στο πουθενά. Από πού ν’ αρχίσω; Παράταιρη μοιάζει (και είναι). Εκείνη, ωστόσο, ξέρει τι θα κάνει, έχει τις απαντήσεις της: θα μας τραβήξει ξανά στο μετά…

Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να πιστεύω ότι η ζωή είναι σαν ένα φλυτζάνι καφέ. Όλα εξαρτώνται από το πώς τον ετοιμάζεις, αλλά πάνω απ’ όλα πως τον πίνεις…

 

Έξω φυσάει αδιαφορία…

Όλα όσα ποτέ δεν καταφέραμε να πούμε και ποτέ να γράψουμε, αλλά τα κρύψαμε βαθιά μέσα μας –κυριολεκτικά τα πνίξαμε– από φόβο, αυτά ήταν δυστυχώς οι πιο μεγάλες μας αλήθειες. Συμπέρασμα: Η αλήθεια βρίσκεται πίσω από τη σκηνή, μπροστά παίζεται το παραμύθι…

Ζούμε, Αγαπάμε, μισούμε, πονάμε…

Κι ύστερα;

Τίποτα.

Μένουμε μόνοι να σκεφτόμαστε χωρίς να ξέρουμε τι συμβαίνει…

Ψάχνουμε κάποιον για να σταθούμε, μα… δεν βρίσκουμε κανέναν.

Όλοι είναι για λίγο…

Μόλις κλείσει η πόρτα το πρόβλημα παραμένει δικό μας.

Και ξεκινάμε απ’ την αρχή.

Οι άνθρωποι σταματήσαμε να κοιταζόμαστε στα μάτια…

Τα μάτια έγιναν οθόνες και οι φωνές πληκτρολόγια…

Έξω φυσάει αδιαφορία… Να ντύνεστε καλά!

 

Δείγματα φθινοπώρου εκτός καιρού…

Και… ξαφνικά, όπως περπατάς, στρέφεις το βλέμμα σε κάποιες λεπτομέρειες που αποσπούν την προσοχή σου. Παράταιρες με την όλη εικόνα ένα γύρω. Σε αιφνιδιάζουν με την απρόσμενη, πρώιμη και δειλή εμφάνισή τους. Τις προσπερνάς, αλλά κάτι μέσα σου σε προστάζει να επιστρέψεις σ’ αυτό που άφησες πίσω. Κάν’ το εικόνα βρε αδερφέ… Τι σου κοστίζει ένα κλικ;

Είναι κάτι μικρά δείγματα φθινοπώρου που ξεπετάγονται, εκτός καιρού και με μια αδικαιολόγητη βιασύνη, με μόνο σκοπό και την αίσθηση –υποθέτω– να σε προετοιμάσουν για κάτι που οδεύει προς αποχαιρετισμό. Πως κάτι τελειώνει. Τι θαρρείς… ξεμωραίνει κι ο καιρός. Σε ξεγελά προσπαθώντας να σου «κλέψει» όσες ψευδαισθήσεις καλοκαιριού έχουν απομείνει.

Και… ξέρετε με τι μου μοιάζει όλο αυτό; Με τη συνήθη ευχή: «Καλό χειμώνα» που λένε κάποιοι, από Αύγουστο μήνα…

 

Σ’ αυτά θα εστιάσω

Το φθινόπωρο, με συννεφιές και ολίγη βροχή, ήρθε κανονικά στο ραντεβού του. Καιρός κι εμείς ν’ αρχίσουμε –κι ας το αναβάλουμε ο καθένας για τους δικούς του λόγους– να διπλώνουμε σιγά σιγά το καλοκαίρι μέσα στα τεφτέρια της μνήμης και στα άλμπουμ ή στα αρχεία του υπολογιστή μας.

Ευανάγνωστα και αδρά τα χρώματα, βρήκαν έτοιμο, καθάριο κι άδειο ορίζοντα, έπιασαν στασίδι προσθέτοντας τις δικές τους πινελιές. Εκεί βολεύτηκαν τα εύθραυστα ενδεχόμενα των αισθημάτων και των αισθήσεων του φθινοπώρου.

Μέρες γενναιόδωρα φθινοπωρινές, αλλάζουν χρώματα και διαθέσεις. Μικραίνουν. Υποχωρούν δειλά ώσπου να γίνουν μια σταλιά αφήνοντας χώρο στη νύχτα ν’ απλωθεί.

Η φύση, ωστόσο, δε σταματά να παίζει. Δεν έχει αναβολές ή ενδοιασμούς για ν’ αναλάβει δράση. Στο κάλεσμα ν’ αλλάξει το σκηνικό της δε χωράνε δισταγμοί. Τα δέντρα περιμένουν ν’ ανοίξουν λογαριασμούς, να πάρουν εκδίκηση και να λουστούν με τα χρώματα της εποχής. Κομματάκια παζλ πυροδοτούν ματιές και αισθήσεις… Σ’ αυτά αποτυπώνεται η αλήθεια τους. Σ’ αυτά θα εστιάσω. Αυτά η καταφυγή μου. Αυτά ο μικρός μου κόσμος κι ο μεγάλος μου.

 

Η καταφυγή και το αποκούμπι μου

 Σε εποχές κρίσης και παρακμής σαν τη σημερινή, η ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία με οδήγησε στο να διαπιστώσω πως μπορεί απλά να μετατρέπεται σε μια δημιουργική καταφυγή. Από τότε που ξεκίνησα –σαν ερασιτέχνης πάντοτε και… σχετικά αυτοδίδακτος– προσπαθώ να μεταφέρω τα συναισθήματα που η συγκεκριμένη στιγμή της φωτογράφησης μου προκαλεί. Αυτό επιδιώκω.

Τις φωτογραφίες, νομίζω, δεν τις βγάζει η κάμερα… Τις βγάζει το μάτι, η ψυχή, θα έλεγα και το μυαλό. Φωτογράφος στην ψυχή λοιπόν και όχι επαγγελματίας, μ’ ένα ασήμαντο, αλλά μαγικό εργαλείο που διαθέτω, έχει μετατραπεί –και γίνεται– σιγά σιγά το αποκούμπι μου.

Αυτή η λάγνα γοητεία της στιγμής που προσεγγίζω, αυτό το κλικ στο δευτερόλεπτο, που αιχμαλωτίζει και διασώζει όσα δεν θα ήθελα να χαθούν δείχνει την αξία της συγκεκριμένης στιγμής. Το δε μυστικό της εκτόνωσής μου είναι η μετέπειτα επεξεργασία τους, με την οποία καταγίνομαι τελευταία.

 

Σιωπές…

Υπάρχουν σιωπές ένα σωρό που ολοένα πληθαίνουν καθώς επελαύνει η παλίρροια της Άνοιξης. Σιωπές ανεπιθύμητες, θυελλώδεις, νευρωτικές, τολμηρές και… σιωπές ευγνωμονούσες. Σιωπές άναρχες, μονότονες, μελωδικές, γλυκές, έντονες, αμετάφραστες κι ανυπεράσπιστες στο αναπόφευκτο της απουσίας. Υπάρχουν σιωπές στην ψυχή, στα όνειρα, στα… ταλαιπωρημένα αποσιωπητικά ανάμεσα στα πάθη και στις υπερβολές. Σιωπές αμήχανες, μελαγχολικές και… μουδιασμένες. Όλες αντέχονται αν τις βάλεις σε μια ιστορία που μπορείς να την μοιράζεσαι με τους λίγους –ελάχιστους στην πραγματικότητα– που συγγενεύουν με την ψυχή σου.

Κι αυτή η διακριτική αίσθηση σιωπής –αθέατη και… μελαγχολική– που όσο αργούν στο γύρισμα οι δείκτες του ρολογιού, βαραίνει κι αυξάνεται μέχρι να γίνει απόλυτη με το πέρας μιας ανορθόγραφης νύχτας πάθους.

Εκείνος κι εκείνη, δυο διάφανα σώματα, ψάχνουν κρυφά κι αθόρυβα να κρύψουν την ανάσα, τους στεναγμούς, τα φιλιά, τα χάδια και… τις ξεκούμπωτες τύψεις τους στην εχεμύθεια μιας αιωρούμενης κουρτίνας.

Αν για κάτι είμαστε σίγουροι, είναι ότι δεν χρειάζονται περισσότεροι από δύο στη σιωπή.

 

Το λες και χόμπι. Λίγο το ’χεις;

Ξημέρωσε με ψυχρούλα σήμερα. Η μέρα ξαποσταίνει διχασμένη ανάμεσα στη συννεφιά και τη λιακάδα. Να ‘ναι το αποτελείωμα του καλοκαιριού; Άντε να βγάλεις άκρη. Η φύση με τα χούγια της! Το φθινόπωρο φαίνεται να ετοιμάζει τα μπαγκάζια του. Χρόνια τώρα ο ίδιος ατέρμονος κύκλος –αναπαμό δεν έχει– το καλοκαίρι να φεύγει και το φθινόπωρο να ’ρχεται.

Ο κόσμος να χαλάσει, όταν το σύμπαν συνωμοτεί και… συνδυάζει τα ασύνδετα,  αφήνεις τις ώρες να κυλάνε, και… να μιλάνε με τις σκέψεις που εσύ πας να πνίξεις. Όλα τα ασύνδετα κάποτε συνδέονται και εξηγούνται! Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος. Φτάνει μια απόφαση κι εγώ το τόλμησα. Ξεφύλλισα και πάλι τις σημειώσεις μου. Ένα σωρό από υπέροχα τίποτα συν χίλια παραπάνω… Κι «έπαιξα» μαζί τους

Σ’ αμήχανες στιγμές, λοιπόν και σε πείσμα του χρόνου –μετράει και το αυθόρμητο της στιγμής– «βουτάω» σ’ αυτές και «συμφιλιώνω» εικόνα με λόγο. Σαν σμίξουν κι ενωθούν –αρκεί να τα ταιριάξεις με κάτι δικό σου– και μ’ άλλα κομματιασμένα σε παρασέρνουν.

Κι απλά, σου γίνεται χόμπι. Λίγο το ’χεις;

 

Ενώ εσύ εστίαζες, μες στο απόλυτο λευκό…

Μες στο απόλυτο λευκό και στο κυρίαρχο μελαγχολικό άδειο, αποκαλύπτεται –εξαγνίζοντας τον ορίζοντα– η γνωστή εικόνα που σ’ αφήνει άναυδο! Ίδια με πέτρινο καράβι που ταξιδεύει η Μήθυμνα! Δεν υπάρχει περίπτωση, με το που την αντικρύζεις από κείνη τη στροφή, να μη σταθείς και να εστιάσεις με το φακό σου αυτό το αγνάντεμα ομορφιάς. Ακριβώς αυτός είναι ο στόχος της φωτογράφου κι αυτό κάνει.

Ωστόσο, εγώ νοιάστηκα –ήταν ο δικός μου λιτός, ασπρόμαυρος και απαιτητικός στόχος,– να «συμφιλιώσω» δυο εικόνες και να τις μετατρέψω σε μια. Κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και αληθινή.

Εξομολογούμαι: Το να επεμβαίνεις σε μια φωτογραφία, να παίρνεις στοιχεία της και να τη «μπολιάζεις» με άλλα –δίχως, φυσικά, να την «πληγώνεις» και δίχως να παραβιάζεις δικαιώματα– δίνοντας μια διαφορετική διάσταση στο θέμα, (με όποιο τεχνικό μέσο κι αν το κάνεις) είναι κάτι ανθρώπινο. Διασκεδάζεις με το αποτέλεσμα και το «ξεγελάς» με του ερασιτέχνη την αφέλεια! Επέμβαση που απαιτεί, τουλάχιστον, φαντασία, επινόηση, εξάσκηση και… οπωσδήποτε χρόνο. Τόσο απλά! Αυτός, άλλωστε, είναι και ο τελικός στόχος: η δημιουργικότητα ώστε να παραχθεί ένα άλλο, ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

 

Blogging

Αρχές του 2006, έκανα την παράτολμη πράξη να διεκδικήσω το μερτικό που μου αναλογούσε στο σύμπαν του κυβερνοχώρου και, διά μέσου του «blogger», να «κρεμαστώ» δημιουργώντας τον δικό μου χώρο. Τη γωνιά της προσωπικής μου δημοσιότητας και παρουσίας.

Έτσι γεννήθηκε το ιστολόγιό μου Μηθυμναίος (https://mithymnaios.blogspot.com)

Το καταφύγιό μου. Απίθανα χρόνια τότε, απίθανα και… πολλά υποσχόμενα!

 

Όλα για την ψυχή μας

Μπλεγμένοι ανάμεσα σε κάποια «όχι» και κάποια «ναι», συνεχίζουμε –εσκεμμένα υποθέτω– να γράφουμε, να λέμε, να δίνουμε και να παίρνουμε τα δικά μας. Ζούμε σε μια εποχή μιας συναισθηματικής απομόνωσης και απρόσωπων σχέσεων που συνεχώς αυξάνονται. Αμήχανοι, απέναντι σε μια αμήχανη εποχή και την ιδιόμορφη ατμόσφαιρά της, με τις αποχρώσεις και τα διλήμματα που κουβαλάει – άλλοθι για κάποιες αδικαιολόγητες συμπεριφορές μας.

Κι εκεί όπου η πραγματικότητα όλο και πιο πολύ χωλαίνει, έρχεται ένας φίλος συνένοχος, να γίνει λυτρωτής και… να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

«Βλέπω πως μόλις ζόρισαν λίγο τα πράγματα, δείξαμε το άσχημο πρόσωπό μας», μου είπε και… το τόνισε επιβεβαιώνοντάς το –δίχως να μου επιτρέπει να έχω την παραμικρή αντίδραση στα λεγόμενά του– με δυο λέξεις: «Παραγίναμε καχύποπτοι! Φθάσαμε, να έχουμε εξαντλήσει αυτό που, προφανώς, ήταν το μεράκι μας. Δείχνουμε πλέον κουρασμένοι, ευάλωτοι, αλλά όχι απαραίτητα εύθραυστοι, αρνούμενοι πεισματικά να απαλλαγούμε από συμπεριφορές που διαιωνίζουν το βόλεμά μας».

Να δεις, λέω, που κάποιοι άνθρωποι φτιάχτηκαν για να μας θυμίζουν –έστω και μια φορά στο τόσο– πως αυτή η αέναη προσπάθεια ενδοσκόπησης που επιμένουμε να προβάλουμε δεν είναι δα και αμάρτημα.

Νιώθω στο πρόσωπό μου τα σημάδια και στα μάτια μου τα ίχνη μιας αμφίβολης, ωστόσο μελαγχολικής διαπίστωσης: το ότι για καιρό η διαρκής ευαισθησία ήταν το κυρίαρχο θέμα, σχεδόν εμμονή, που έφερνε στο φως το αφανές της ψυχής μου χαρίζοντάς της μια απερίγραπτη γεύση ικανοποίησης.

Μπορεί κάποια πράγματα να μας άφησαν, όμως η συνέπεια ξέρει να παίρνει τη θέση του χωρίς να το ζητά. Άλλη εξήγηση δεν έχω…

 

Αιώνια χρεωμένοι…

Με κορώνα και πρόσχημα το αχανές τοπίο που γενναιόδωρα μας παραχώρησαν (φυσικά δίχως τίτλους και συμβόλαια, και συνάμα ελευθερωμένη την επικαρπία) πορευτήκαμε –όλοι θαρρώ– κάνοντας κανονική καταπάτηση με δικαιώματα και κωδικούς. Γενναιόδωροι αυτοί – τυχεροί εμείς! Έτσι το βίωνα!

Κάποτε, προσωπικά το έπαιξα και ειδήμων! Επεκτάθηκα μέσα στη νόμιμη και παραδεκτή περιοχή. Προσφέρθηκα αφειδώς (ειδήμων είπαμε…) και το χαιρόμουν όλο αυτό το ξόδεμα. Όμως, αλλιώς τα λογάριαζαν η τύχη και οι ευεργετημένοι. Ήμουν των ενάρξεων τότε, κι όχι των λήξεων… όπως τώρα. Απογοητεύτηκα!

Γι’ αυτούς αναπόφευκτα θα παραμένουν και θα σαλεύουν σε κάθε αντίκρισμα της οθόνης τους –σημαία και τιμωρός– το «δημιούργημα» και… κατ’ επέκταση, ο «δημιουργός». Θα υπάρχει εκεί, εσαεί παρούσα και θα παρελαύνει μπρος στα μάτια τους  –κληρονομιά και παρακαταθήκη–  η σκιά της θολωμένης εικόνας.

Αιώνια χρεωμένοι…

Τέλος θα ’θελα να πω –και το ξεκαθαρίζω– ότι την ευγένεια έμαθα να την δίνω παντού και… τον σεβασμό εκεί που αξίζει.

 

Η σιωπή. Η απουσία. Η απεξάρτηση

Όταν, ας πούμε, υπάρχει παραπάνω δόσιμο σ’ αυτό που κάνεις και πολύ αναποδογύρισμα όταν βγάζεις προς τα έξω το μέσα του εαυτού σου, παρότι είναι συνήθεια, ανάγκη και πάθος, κάπως… κουράζει. Γίνεται ρουτίνα. Όταν σκέψεις και αισθήματα παλεύουν να γίνουν λέξεις στο χαρτί, ή στην οθόνη αν θέλετε, κάπως αρχίζει να ψευτίζει. Μολαταύτα δε χωράνε δισταγμοί. Τ’ αφήνεις απλά να σε παρασύρουν.

Για δυο μήνες τα απαρνήθηκα όλα! Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ούτε εύκολο το λες. Η σιωπή. Η απουσία. Η απεξάρτηση. Γεγονός. Άρχισα να χαίρομαι και με άλλα πράγματα και όχι μόνο άλλα, ήθελα, αυτά τα άλλα, να έχουν και μια σχετική διάρκεια. Φοβόμουν, ομολογώ, πως δεν θα μπορούσα να το κουμαντάρω. Δεν πίστευα ότι αντέχεται κι όμως…

Έμεινα αρκετό καιρό εκτός. Κατ’ αρχήν έκανα καλό στον εαυτό μου. Αυτό είναι βέβαιο. Άντεξα σ’ αυτό το εκτός. Άλλαξα συνήθειες και τρόπους στην καθημερινότητά μου. Έπιασα και πάλι τα διαβάσματα. Βιβλία που με περίμεναν. Περπάτημα. Εξορμήσεις. Φωτογράφηση. Συγύρισμα και τακτοποίηση του χώρου μου. Ξεκαθάρισμα συρταριών. Πολλά γραφτά ατέλειωτα στοιβαγμένα εκεί μέσα –παραέξω και παραδίπλα– παραμένουν σιωπηλά.

Δεν είναι εύκολο να απαρνηθείς· να ξεγράψεις ξάφνου λέξεις, φράσεις, προτάσεις, διατύπωση σκέψεων που χορεύουν μπρος στα μάτια σου ενώ πασχίζεις –με δικαιολογίες και προφάσεις– να ερμηνεύσεις αποφάσεις. Άλυτες παραμένουν οι απορίες. Τις καλύπτεις προσωρινά, αλλά αυτές ξαναβγαίνουν μπροστά σου σαν απραγματοποίητα όνειρα.

Το πι-σι και το λάπτοπ έπιασαν αράχνες. Βάσταξες όσο άντεξες, αποκρίνομαι στον εαυτό μου. Πόσα και τι να πεις για τούτη τη γωνιά που αξιώθηκες. Πόσες ανάγκες, πόσους φίλους να χωρέσεις, πόσες αγκαλιές.

Δεν έταξα δα και… αιωνιότητα. Θέλει συμμάζεμα το θέμα…

 

Αγάπες λιγομίλητες…

Δείχνει να ’ναι φορτωμένος και πάλι ο καιρός. Με διλήμματα. Αναποφάσιστος! Κι όσο να πεις μουντό και άχαρο το σκηνικό, όχι, ότι μας ένοιαξε, αλλά αυτόν έχουμε. Κι ο χρόνος ήρεμος, κυλά χωρίς να αιφνιδιάζει. Συμβιβαζόμαστε. Άλλωστε σε φθινόπωρο βρισκόμαστε…

Και τούτες οι γειτονιές με τα καλώδια –μια χούφτα κόσμος– «μαχαίρια που αλληλο-τροχίζονται». Δεν μείναμε και πολλοί.

Απογοητευμένοι από την ειλικρίνεια (που πάντα ξεγελάει) βρίσκουμε –αν βρούμε– παρηγοριά στο ψέμα. Έτσι εξαργυρώνουμε τα λάθη. Με το απόθεμα μελαγχολίας που σέρνει ο καθένας δίνει στη σιωπή άλλη αξία.

Πως αλλάζουν κάποια πράγματα… Πάντα ανάλογα με τα φεγγάρια και τα κέφια μας. Όσο να πεις, είναι και εκείνη η υγρασία που μουλιάζει –και τελικά ξεβάφει– λόγια, σκέψεις και πικρές αλήθειες.

Άλλαξαν τα δεδομένα και οι πρακτικές. Ο καθένας τραβήχτηκε εκεί που ανήκει. Γίνεται αυτό που είναι έχοντας την απόλυτη συναίσθηση ότι αυτό που παίζει στην κιθάρα του είναι το δικό του τραγούδι. Του ανήκει. Κι ολόγυρα ωκεανός δίχως υπόσχεση στεριάς.

Ξεχάστηκα κι είναι αργά. Σωριασμένες ένα γύρω οι αντιστάσεις… Και παραδίπλα, στην τσακισμένη σελίδα (κάθε –μα κάθε– φορά πιο αγαπημένη) η Αλκυόνη Παπαδάκη να επιμένει:

Η αγάπη δεν είναι μπακάλικο.

Να μετράς τι έδωσες εσύ. Τι εγώ. Τι ο άλλος.

Ή δίνεις την ψυχή σου και βγάζεις τον σκασμό,

ή κάτσε στη γωνίτσα σου και μέτρα τι δεν πήρες.

 

Πόσο λίγοι απόμειναν, αλήθεια…

Δεν θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια, να υπήρχαν κάποιοι καθιερωμένοι κώδικες συμπεριφοράς, όταν τότε, όλοι πέσαμε με τα μούτρα στο «blogging». Αλλά αυτό που θυμάμαι και ξέρω, είναι ότι –υπήρχαν ή δεν υπήρχαν, ή όποιοι, τέλος πάντων, υπήρχαν– τους τηρούσαμε ευλαβικά. Σήμερα αυτή η κοινωνία έχει αλλάξει και μάλιστα πολύ. Αν και προσπαθώ να πιστέψω το αντίθετο: πως τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως ζούμε μια παρένθεση και μόνο. Ωστόσο εκείνη φαντάζει απόμακρη. Λες και ξέμεινε από καύσιμα…

Κάθε φορά, όλο και πιο λίγο σπρώχνω την πόρτα ν’ ανοίξει. Να τρυπώσω μέσα, να δω τι στο καλό υπάρχει. Κάθε φορά βρίσκω όλο και πιο λίγους… Πόσο λίγοι απόμειναν, αλήθεια… Είναι εξόφθαλμη η απουσία και… κάθε σιωπή, έχω την εντύπωση, ότι κάτι έχει να πει…

Μετράω τις ψυχές όσων επέλεξαν να παραμείνουν ακόμη στο χώρο. Να διατηρήσουν κάποιες σταθερές. Οι άλλες, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, αραίωσαν ξεμάκραιναν ή χάθηκαν. Τελείως! Πόσο εύκολα αλλάζουν οι ρόλοι… Μετράω και βρίσκω πολλά ενδιαφέροντα, σημαντικά και κάτι άλλα… Μετράω τα ίδια, μετράω τα αλλιώς. Κάποια τα βρίσκω παραπάνω. Κάποια πιο λίγα. Όλα μπερδεύονται τόσο αδιαίρετα. Αδύνατο να ξεχωρίσω την αλήθεια από το παραμύθι.

Χωρισμένος στα δυο, στέκομαι στα ενδιάμεσα. Άφθαρτα κι ανέγγιχτα από το σαρωτικό πέρασμα του αμείλικτου χρόνου. Με… θυμάμαι. Μας θυμάμαι… Πόσο αθώοι, ανυποψίαστοι –και βέβαια εξαρτημένοι– ήμασταν από την απρόβλεπτη μαγεία της στιγμής που ζούσαμε…

Κάπου διάβασα ότι οι άνθρωποι χτίζουμε όλο και περισσότερα τείχη, όχι όμως αρκετά γεφύρια.

Τέλος.

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: