Τύπος Πειραιώς - Ενημέρωση

Ημέρα για όλες τις μάνες του κόσμου, άσχετα με το ποιές είναι, πού ζουν, τι πιστεύουν

FLASH στις 08/05/2016

Αφιέρωμα

Η Γιορτή της Μητέρας σήμερα και πέρα από φεμινιστικές ακρότητες, η σημερινή μέρα είναι αφιερωμένη στην κάθε μάνα, όποια κι αν είναι και άσχετα με την κοινωνική της θέση, το χρώμα, τη θρησκεία, το χρώμα της. Η μάνα είναι Μάνα και ο σεβασμός των πάντων στο πρόσωπό της, πρέπει να είναι δεδομένος.

Η ελληνική ποίηση, όπως και το τραγούδι μας, τίμησαν και τιμούν ιδιαίτερα την Μάνα. Παρακάτω κάποια ποιήματα που άφησαν παρακαταθήκη αξιόλογοι άνθρωποι των Γραμμάτων μας. Και ένθετο, ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ερμηνεία του Λάκη Παπά – του πρώτου ερμηνευτή του τραγουδιού (1962).

Η καρδιά της Μάνας
Του Άγγελου Βλάχου

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

Μάνα και Γιος
Του Νικηφόρου Βρεττάκου

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …”
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

Μάνα
Του Γεράσιμου Μαρκορά

Μάνα! Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Η Μάνα
Του Γεώργιου Μαρτινέλλη

Μάνα κράζει το παιδάκι,
Μάνα ο νιος και Μάνα ο γέρος,
Μάνα ακούς σε κάθε μέρος,
Α! τι όνομα γλυκό.

Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ’ αψηφάει
για το τέκνο π’ αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει
μ’ ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ’ α ‘ πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει
ο καημός είναι μεγάλος
σαν τη μάνα δεν είν’ άλλος
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι’ όποιος μάνα πια δεν έχει,
Μάνα κράζει στ’ όνειρό του
πάντα Μάνα στον καημό του
είν’ ο μόνος στεναγμός!

Ο αποχαιρετισμός της μάνας
Του Ιωάννη Πολέμη

Μισεύεις για την ξενητιά και μένω μοναχή μου
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να’ ν’ αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι αποκάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος να ‘σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει, ωστόσο
Και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ΄ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου όπου κι αν πας αγκάθια και τριβόλοι.

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: